Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Λουόμενοι (δυο εικόνες)


Τον αλείφει κρέμα στα μπράτσα. Του βάζει άλλες δυο γενναίες χούφτες στα μάγουλα. Κοιτάζει ξανά και ξανά στο πρόσωπό του. Απλώνει μια τελευταία σαν κουτσουλιά στη μύτη του. Ο μικρός-κοντά στα δώδεκα-, δεν μιλά και δεν σαλεύει, μόνο μοιάζει να απολαμβάνει το αγγιγμά της ή να περιμένει αυτό κάποτε να τελειώσει.
Εκείνη επανέρχεται με μια πορτοκαλάδα-φυσικό χυμό στο χέρι και μπαίνει ως τα μπούτια στην θάλασσα. Και τα μπούτια της φυσικός χυμός, χυμός που κατακάθισε. Και το ένα και το άλλο φλοιός πορτοκαλιού, ολοστρόγγυλα πορτοκάλια που έχουν πέσει χάμω. Στήθος δεν έχει, δυο τριγωνάκια απλά καλύπτουν το σημείο εκτοξεύοντας ιριδίζουσες γαλάζιες λάμψεις στη θάλασσα. Γαλαζιο το μαγιό πάνω κάτω, το κάτω μικροσκοπικό, μόλις που χωράνε τα οβάλ ηλιοκαμμένα οπίσθια και τα μπούτια πορτοκάλια συνθλίβονται στο περπάτημα προς τη θάλασσα. Έχει πέτρες η παραλία και η μάνα ξέρει πως κάνει άθλο περπατώντας στα ρηχά με το χυμό στο χέρι, αλλά πρέπει να φτάσει το παιδί της.
Μετά έξω και δυο. Σκουπίζονται. Μάνα και γιός. Η κόρη της κρατάει μούτρα γιατί νωρίτερα η μάνα της έφερε τον άλλο χυμό στο στόμα, της έχωσε το καλαμάκι στα χείλη, να πιει- η κόρη στα δεκατέσσερα-, έχει σκεπαστεί με την πετσέτα θαλάσσης και δεν θέλει να βλέπει κανένα, έχει ρίξει τα μαλλιά της στο πρόσωπο να σκεπάζει τα μάτια, να έχει οπτική επαφή αλλά κανείς να μην το ξέρει.
Ο γιός κάθεται πλάτη με τη μάνα, η κόρη έχει γυρίσει την πλάτη σε όλους, η μάνα που και που γυρνάει και τον παρατηρεί. Ο πατέρας είναι μια ομπρέλα πιο κει και παίζει τάβλι. Η μάνα βάζει λάδι στους ώμους της, φτιάχνει τα αλυσιδάκια του χεριού της, πιάνει τα μαλλιά της μια σφιχτή αλογοουρά-τα κάνει όλα αυτά ενώ τον σπρώχνει με την γερή της πλάτη-, βάζει λιπγλος και φοράει τα μεγάλα άσπρα γυαλιά της. Το σώμα της κουνιέται αυτάρεσκα, ο τρόπος που γυρίζει την πλάτη, το τίναγμα του κεφαλιού, το πως σμίγγει τα χείλη ενώ μιλάει. Ο μικρός ζαβλακωμένος στο πέρα-δώθε, αμίλητος, καμία προσπάθεια να την απωθήσει, καμία ελπίδα να ξυπνήσει μέσα του το τέρας της εφηβείας, αυτό με τον τρομαχτκό παλμό που χτυπάει στη φλέβα του λαιμού και να της ουρλιάξει: γάμησε μας ρε μάνα κάνε πιο κει.
Εκείνη γυρίζει ξανά και ξανά και τον παρατηρεί, ψάχνει αν θέλει κάτι, τον ρωτάει, τον χαιδεύει στα μαλλιά και στην πλάτη. Μετά γυρνάνε πλάτες πάλι και κάθονται έτσι μερικά λεπτά χωρίς να μιλάνε. Εκείνη τρώγεται με την άμμο στα πόδια της. Ξάφνου σηκώνεται και πάει στην απέναντι ομπρέλα, σκύβει στο αυτί του άνδρα της και ψιθυρίζει, λέει λέει ώρα πολλή και εκείνος αφήνει το τάβλι και την ακολουθεί ζαβλάκωμένος στο αυτοκίνητο. Αργούν πολύ και η πλάτη του μικρού μένει μετέωρη.
******
Η γιαγιά είναι ξερακιανή και χρειάζεται σιδέρωμα. Πως χωράει η γιαγιά σε αυτό το μπικίνι; Είναι η σούπερ γιαγιά, η όμορφη νέα που έχει φυλάξει την εικόνα της σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία στο συρτάρι της γκαρσονιέρας στο Περιστέρι. Τα εγγονάκια της παίζουν γύρω της. Της ρίχνουν στα μαλλιά με νεροπίστολο, το ένα ασπριδερό και κοκκινομάλλικο, μαλλιάκια φωτιά, κοραλένια και τ’άλλο το κορίτσι απλό, αδύνατο, καστανό, ένα κορίτσι πέντε ετών που δεν σου αποτυπώνεται στη μνήμη. Το αγοράκι όμως ηλιαχτίδα, χαρά θεού, γελιο δροσερό γαργαριστό, ποδαράκια στρουμπουλά που κυκλώνουν τη γιαγιά του με το μαύρο μπικίνι και την αυστηρή στέκα.
Τα χειλη της γιαγιάς μια γραμμή από μαόνι. Και πάνω απ΄το χείλος ρυτίδες, τερατόμορφα ζαρώματα που μαζεύονται και απλώνουν στις πιτσιλιές του μικρού. Τώρα έχει το παιδι κοντά της, εκείνο κάθεται ακίνητο. Νομίζεις πως ξέχασα τι είπες για μένα; του λέει κοιτώντας του κατάματα.
Εκείνο δεν αντιδρά.
Αλλα θα σου δείξω εγώ μόλις πάμε σπίτι. Εγώ δεν ξεχνάω, με κατάλαβες; Συμπληρώνει ενώ συνεχίζει να το κοιτά.
Ο μικρός-είναι δεν είναι τεσσάρων-, δίνει ένα πήδο και καλπάζει με το κουβαδάκι του γεμάτο νερό γύρω από την ομπρέλα. Μετά πιάνει την αδελφή του στο κατόπι. Να θου πω, λέει λαχανιασμένος, θεθ να παίκθουμε εθύ πριγκίπιθα και εγώ ο καλόθ που θε θώζει;
Κανει δυο γυροβολιές και ύστερα πέφτει στην αγκαλιά της γιαγιάς του και της χαιδεύει τον σβέρκο.
Χρόνια μετά, σε μια γκαρσονιέρα στο Γκύζι, ο μικρός-μεγάλος πια-, στέκεται μπροστά από μια σιδερώστρα και πατάει με δύναμη τα ασπρόρουχα. Αλλά αυτά που αγαπά πιο πολύ να πατά είναι όπως λέει τα μαύρα.

*Τα κείμενα αυτά γράφτηκαν σαν σφηνάκια και εστάλησαν απευθείας στο μπλογκ। Περιμένω λοιπόν τα σχόλια των συναγωνιστών εδώ।
Γιούλη Αναστασοπούλου


Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

συμβουλές προς ενδυματολόγο

του Νίκου Ξένιου


« Φίλιππε,
δεν θα μπορούσα να σχεδιάσω κάτι άλλο στη σκηνή με τη μεταμφίεση. Έβαλα τον Πενθέα ντυμένο με στρατιωτικά να φοράει περούκα με κοτσίδες και μετά να χαριεντίζεται φιλάρεσκα στον καθρέφτη γιατί –το λέει και το όνομά του- αυτό κάνει αντίθεση. Μα τι να δει τώρα ο θεατής; Τούτος δω είναι ο βασιλιάς της Θήβας, έτσι δεν είναι; Και βρίσκεται πάνω στο θρόνο του,και προσπαθεί να τον υποστηρίξει, έτσι δεν είναι; Να πει και να πείσει πως η Κορυφή της πολιτείας μπορεί να φέρει και τη λύτρωση. Θέλει τη Θήβα να είναι μια πόλη «εγκεφαλική», χωρίς κορμί. Αλλά ο Ευριπίδης το βλέπει αυτό και στην Αθήνα (δεν μας το είπες στο σεμινάριο πριν αρχίσεις να σκηνοθετείς;). Αυτό δεν ζήτησες; Ν' αναδειχθεί το κορμί της Θήβας; Από τη μέση και κάτω, Φίλιππε, μιλάμε εδώ για το σεξ, μιλάμε για την αίσθηση της γης, για τις μυρωδιές της και τη μυρωδιά του σπέρματος και της κοπριάς.Και ο Πενθέας(το λέει και τ’ όνομά του) δεν το θέλει αυτό: ο Πενθέας θέλει την πολιτεία του μια εξαχνωμένη, μια θεϊκή πολιτεία, αλλά με βάση τους ουράνιους, τους ανδρικούς θεούς. Γι’ αυτό και πρέπει το κοστούμι του να είναι πολύ ανδρικό, μιλιταριστικό. Κιέπειτα, πρέπει να φοράει τυπικό γυναικείο ένδυμα.
Το υποστηρίζω αρκετά;
Περιμένω απάντησή σου με ανυπομονησία.
Κωνσταντίνος»


« Κωνσταντίνε κοίτα...δεν θα διαφωνούσα με το κοστούμι, μόνο που θέλω τον Πενθέα να απεκδύεται πλήρως το ανδρικό και να μένει ολόγυμνος πάνω στη σκηνή. Και μετά να φορά τους βοστρύχους και το ψιμύθιο, αλλά σαν νάναι μια μάσκα νεκρική, σαν να υποδυόταν, λίγο πριν πεθάνει, τον ρόλο του βαλσαμωμένου πτώματος. Να είναι έτοιμος για το φέρετρο, και το κεφάλι του που θα αποκοπεί να είναι ένα τρόπαιο αναμαλλιασμένο, μια παρεφθαρμένη εκδοχή της δόξας της ομιλούσης κεφαλής. Έτσι; Τήρησέ το αυτό, φίλε μου! Θέλω ο Πενθέας μου να νομίζει πως από την κορφή του έλατου θα μπορέσει όλα να τα παρακολουθήσει και όλα να τα κατασκοπεύσει και να τα υποσκάψει, χωρίς να συμμετάσχει στα οδυνηρά τεκταινόμενα των γυναικών. Μα πρέπει κι αυτόςνα είναι ζώο από τη μέση και κάτω και να πονά. Και να καταλάβει, με τον πιο οδυνηρό και φρικιαστικό τρόπο, πως δεν πρέπει κανείς να περιφρονεί το 'κάτω μισό', γιατί τα πόδια θα σηκωθούν και θα εκδικηθούν το κεφάλι. Το κάτω μισό του πρέπει να αποκοπεί. Γιατί έτσι κι αλλιώς δεν το τίμησε αρκετά, κι έχει κι αυτό τις άγριες,τις αιμοδιψείς του θεότητες. Καταλαβαίνεις τι εννοώ, και καταλαβαίνεις βέβαια και τις αισθητικές/ εικαστικές παραμέτρους του εγχειρήματός μας. Βασίζομαι σε σένα, είσαι ο πιο έμπειρος ενδυματολόγος. Στο χέρι σου είναι να φανεί πως δεν πρόκειται για μεταμφίεση, αλλά για αλλαγή φύλου. Επί σκηνής, με δεδομένες τις σκηνικές συμβάσεις της κλασικής εποχής.
Σε φιλώ
Φίλιππος»


«Ευχαριστώ για το αναλυτικό γράμμα. Το διάβασα στη Ναταλία και συμφωνεί μαζί μας. Όμως εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω πώς νοείται ο πόνος του κάτω μισού. Τόσες γενεές γαλουχήθηκαν, κι εμείς μαζί, να βλέπουν ένα ακάνθινο στέφανο στη θέση του εγκεφαλικού θεού τους. Οι Έλληνες δεν ήξεραν απ΄ αυτά, και η δυσκολία ενός σύγχρονου δυτικού κοινού συνίσταται στην προσέγγιση του ίδιου νοήματος από την ανάποδη. Νομίζω ότι η πλειοψηφία θέλει τον πόνο να αποδίδεται με κραυγές, και μάλιστα ει δυνατόν με πλέι μπακ. Ζούμε στην εποχή της Κλινικής Πόνου. Πώς να κραυγάσει το κομμένο κεφάλι του Πενθέα, πώς να γυρίσει να δει η Αγαύη στη δική σου σκηνοθεσία τι ακριβώς κρατά, τι αποτρόπαιο τρόπαιο;
Βλέπεις ; δεν είναι τόσο απλό...
Κωνσταντίνος»


« Αχ βρε Κωνσταντίνε. Πάντα ήθελες να κυριολεκτείς. Βγες λίγο από τον εαυτό σου, σου είπα ότι είναι αλλαγή φύλου, μεταμόρφωση, όχι τρανσβεστισμός. Και το εννοώ. Πονάει το κορμί της Θήβας και σπαράσσεται κι αυτός δεν καταλαβαίνει Χριστό πάνω στο θρονί του. Και κρατά το θώκο του με τη βία. Ποιος είναι ο φίλος του λαού και ποιος ο εχθρός του,για να το δούμε και με το θεατρικό πρίσμα του Ιψεν; Αν πάλι δεν θέλεις να το δεις έτσι, πάρτο αλλιώς:πες, λόγου χάριν, ότι σου έλεγαν να διαλέξεις ανάμεσα στον πόνο της γέννας και την επίμονη ημικρανία. Τι θα διάλεγες; Είναι ρητορικό το ερώτημα. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Μη μου μιλάς για πλέι μπακ. Έχουμε το κοινό στο αμφιθέατρο να ψάχνει το τραγικό εκτός πλαισίου, και το μόνο που μας μένει ως επιλογή είναι να κόψουμε το κεφάλι και να πονάει το κομμένο κεφάλι, κι όχι το αφημένο σπαραγμένο κορμί. Εν ανάγκη να κραυγάζει το κομμένο κεφάλι, ρε φίλε!

Το βλέπεις αυτό μπροστά σου ως προοπτική;

Φίλιππος»


Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

Το νυφικό και η ουρά του

από Αγγελική Μαρίνου

Όταν ξεκίνησε αυτή τη δουλειά, ήξερε ότι υπάρχει πολλή μοναξιά στον κόσμο. Δε σκεφτόταν όμως αυτό όταν αποφάσισε να γίνει κουκλοποιός. Το αποφάσισε γιατί του άρεσε να δημιουργεί και του άρεσε το ωραίο. Όλα τα άλλα τα ανθρωπιστικά ήταν σαν την ουρά ενός πανάκριβου νυφικού που, από εκκεντρικότητα της κατόχου του, αφήνεται να συρθεί κατάχαμα.

Ήξερε για τη μοναξιά του κόσμου όταν σχεδίαζε κούκλες για σεξ κι έβαζε πινελιές για να τους προσδώσει εκείνο το κάτι, εκείνο το ιδιαίτερο που θα τις έκανε κάτι περισσότερο από ένα one-night stand. Με ένα χάλκινο σκουλαρίκι στη γλώσσα, ένα μικρό τατουάζ στον καρπό σε σχήμα καρδούλας με κάποιο αρχικό, γυριστές βλεφαρίδες, τουρλωτή κοιλίτσα, μπορούσαν κάλλιστα να γίνουν αντικείμενα έρωτα. Και να κάνουν το στυλ του αναγνωρίσιμο. Η περίοδος που φιλοτεχνούσε οδοντιατρικές κούκλες με ψυχρά ρεαλιστική οδοντοστοιχία ήταν μια περίοδος ουδέτερη, γέφυρα από τη νεότητα στον πραγματισμό.

Τότε τον είχαν πάρει τηλέφωνο από την εταιρία που δουλεύει τώρα, ότι έκαναν δεκτή την αίτησή του. Κι αυτός, με τον καιρό, έγινε ο βασικός κουκλοποιός, φτάνει πια τα δεκαπέντε χρόνια. Είναι εταιρεία που κατασκευάζει κούκλες-μωρά σε φυσικό μέγεθος.

Ήξερε ότι υπάρχει μοναξιά και πόνος στον κόσμο όταν έκανε την αίτηση, ήξερε ότι μαμάδες που έχουν χάσει τα μωρά τους ή γυναίκες που δεν κάνουν παιδιά βρίσκουν παρηγοριά με τέτοιες κούκλες. Τις ντύνεις στο σπίτι με πανέμορφα ρουχαλάκια και μετά τις παίρνεις στο σούπερ μάρκετ, στο πάρκο, στην παιδική χαρά. Κι όλοι έρχονται να χαζέψουν το μωρό, να παίξουν με το ποδαράκι του, να του χαμογελάσουν, αλλά δεν υπάρχει αντίδραση και μετά η «μαμά» γελαστή τους σκάει το παραμύθι, ότι δεν είναι βρε αληθινό!, κι όλοι γελάνε μετά παρέα, ή, τέλος πάντων, αυτός είναι ο σκοπός.

Ήξερε λοιπόν από μοναξιά και πόνο και αυταπάτες, αλλά δεν πήρε τη δουλειά γι’ αυτό. H εταιρία είχε όνομα στη βιομηχανία, ισχυρό δίκτυο διάθεσης, πιστή πελατεία και αυξανόμενη παρουσία στο διαδίκτυο. Πράγμα που του εξασφάλιζε μια κάποια σιγουριά, ήταν τριανταπεντάρης και ήθελε να μπορεί να πληρώνει το νοίκι του, να πάρει αυτοκίνητο, να κάνει κάποια στιγμή και οικογένεια, όταν θα βρισκόταν το κατάλληλο άτομο και τα σχετικά.

Και έγινε ο βασικός κουκλοποιός, εκτοπίζοντας τους πάντες, λόγω του τεράστιου ταλέντου του, ή λόγω του ότι οι συνάδελφοί του πλησίαζαν σταθερά και αμετάκλητα τη σύνταξη κι ελάχιστοι νέοι συνάδελφοι, κάτι ξανθές, συνήθως, με καρέ, είχαν τα προσόντα να τον απειλήσουν στο ελάχιστο.

Κι έφτιαχνε τα μωρά του με απόλυτη προσοχή στη λεπτομέρεια και αγάπη, μέχρι που κάτι συνέβη.

Δε μπορεί πλέον να προσδιορίσει πότε άρχισε και γιατί. Πολύ πιθανόν να έφταιγε η οικονομική κρίση που επέβαλε το κακής ποιότητας βινύλιο και εισήγαγε τη συνθετική τρίχα. Που δεν επέτρεπε πια να ντύνουν τις κούκλες με ακριβά, ποιοτικά ρουχαλάκια, αλλά με βαμβακερά, λίγο ανώτερης ποιότητας από τα κινέζικα. Σίγουρα ήταν ένας από τους ενοχοποιητικούς παράγοντες γι αυτό που συνέβη, αλλά όχι ο βασικός.

Δεν του έφταιγε η οικονομική κρίση που άρχισε ξαφνικά να βαριέται να φυτεύει τουφίτσες τουφίτσες τα συνθετικά μαλλάκια και τα κολλούσε απλώς στο κρανίο με τρόπο γκροτέσκο κι ελάχιστα συμπονετικό προς τη μαμά που θα άνοιγε το κουτί και θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα αντίκριζε. Που ξεχνούσε να συμπεριλάβει στη συσκευασία πιπίλες και άλλα βασικά αξεσουάρ που η εταιρία διαφήμιζε ως δωρεάν. Που έκανε εκπτώσεις στα φουσκωτά, ροδαλά μαγουλάκια και παρήγαγε κούκλες καχεκτικές σαν ηρωίδες του Πόε. Που οι κούκλες του έγιναν ελάχιστα αληθοφανείς. ήταν αλύγιστες, σαν σε νεκρική ακαμψία. Δε μπορούσαν να φέρουν το δάχτυλο στο στόμα, να το πιπιλίσουν, να λυγίσουν τα γόνατα, μετά βίας μάλιστα κάθονταν σε καροτσάκι, καρεκλάκι φαγητού ή οτιδήποτε άλλο.

Και το χειρότερο; Όταν έρχονταν αγανακτισμένα μέιλ στην εταιρία κι αρνητικές κριτικές στο amazon, χαιρόταν. Χαιρόταν και περίμενε να τον διώξουν.

Περιμένει ακόμα να τον διώξουν και δεν ξέρει με ποιον να τα βάλει που δεν το κάνουν. Με τους  αγοραστές που ντρέπονται να κάνουν επιστροφή και να ζητήσουν τα λεφτά τους; Με τον καργιόλη τον φωτογράφο που είναι τόσο εξπέρ στο φώτοσοπ και κάνει τις κούκλες να φαίνονται τόσο όμορφες στα διαφημιστικά; Με τη μοναξιά του κόσμου που σε κάνει να συμβιβάζεσαι με το κάθε τι; Με την καράφλα του, την τύχη του, τον ψυχαναλυτή του; Ήξερε τελικά τον κόσμο, μάντευε ή πιθανολογούσε; Και τα κίνητρά του; Φόρεσε το νυφικό ή τον φόρεσε ή μήπως τον φόρεσε η ουρά του; Η μήπως κοντεύει να τον πνίξει αφού ο αέρας λιγοστεύει;