Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Σοφοκλής Ρόκος

Ο θάνατός σου η ζωή μου

   Είχε κιόλας τελειώσει στο μυαλό της την επίπλωση του καθιστικού του διαμερίσματος, έβαζε την τελευταία πινελιά τοποθετώντας το μονόχρωμο κατακόκκινο χαλί. Χειμώνα-καλοκαίρι θα το άφηνε, δεν ήταν ο καιρός στο Παρίσι για να αστειεύεσαι, είχε πάντα την ψύχρα του. Άλλωστε της άρεσε το κόκκινο, θα έδενε περίφημα με το γκρίζο των τοίχων και το παράθυρο που θα άφηνε το ιδιαίτερο φως της πόλης να μπαίνει το απόγευμα στο σπίτι, και σίγουρα θα ταίριαζε και με τους καναπέδες, κόκκινοι κι αυτοί αλλά με μεγάλα καρό με λευκό, γκρίζο και μαύρο. Για το υπνοδωμάτιο θα ρώταγε και το Μάνο, είχε γούστο αυτός και σίγουρα θα είχε μια κουβέντα χρήσιμη να πει, σ’ όλα μέσα ήταν ο Μάνος.

  Ο θάλαμος του ασανσέρ σταμάτησε μπροστά της κι ήταν η ώρα να αφήσει τα όνειρα και να μπει μέσα για να κατέβει από το δέκατο όροφο, όπου στεγαζόταν το συμβολαιογραφείο. Κούμπωσε το καινούριο της παλτό, το είχε αγοράσει κατακόκκινο με τα λεφτά από την περιουσία της γιαγιάς, όπως άλλωστε και το διαμέρισμα που το είχε αποκτήσει με την υποχρέωση να δίνει κάποια μηνιάτικα στον υπέργηρο ιδιοκτήτη μέχρι το θάνατό του που δεν μπορεί να αργούσε. Σε αντάλλαγμα ο γέρος την καθιστούσε γενικό του κληρονόμο. Εντάξει, δεν ήταν ακριβώς αγορά η συναλλαγή που είχε πετύχει, την έκανε ωστόσο εν δυνάμει ιδιοκτήτρια ενός μικρού αλλά κομψότατου διαμερίσματος στην πόλη του Φωτός. Όλα ήταν νόμιμα, τα όριζε ο σχετικός γαλλικός νόμος για να δώσει έτσι ένα επί πλέον έσοδο στους μόνους ηλικιωμένους Γάλλους.

  Αμέσως μετά είχε φροντίσει να έχει ραντεβού με το Μάνο στο καφέ κάτω ακριβώς από το κτίριο και φυσικά σκόπευε να του ανακοινώσει την «αγορά» της χωρίς πολλές λεπτομέρειες, οι όροι δεν τον αφορούσαν, η απόκτηση όμως της φαινόταν  ότι τουλάχιστον θα τον εντυπωσίαζε. Το φανταζόταν κι έλιωνε. Ένα διαμέρισμα στο Παρίσι με το Μάνο μέσα να σκέφτεται και να φροντίζει μόνο εκείνη.

  Είχε βέβαια ακόμη μέσα της ένα γαμώτο που θα ‘πρεπε να περιμένει λίγο μέχρι να δει το όνειρό της να γίνεται πραγματικότητα αλλά σίγουρα είχε ήδη πετύχει να το πλησιάσει. Διάφοροι φόβοι την τάραζαν λίγο, όπως για παράδειγμα μην πάθει τίποτα ο γέρος τώρα κοντά. Η ρήτρα ήταν ξεκάθαρη τρεις βδομάδες μετά την υπογραφή του συμβολαίου ίσχυαν όλα κατά γράμμα, ούτε μια μέρα πριν κι εφόσον βέβαια ο γέρος ήταν καλά μέχρι το τέλος των τριών εβδομάδων, τότε θα κληρονομούσε το διαμέρισμα στην Place dItalie. Κι ήταν απ’ τις καλές περιοχές του Παρισιού, και ήταν σίγουρη, θα της άλλαζε τη ζωή συθέμελα αυτό το απόκτημα.

-Καλημέρα.

-Απ’ τις καλύτερες σίγουρα, έχω συναρπαστικά νέα, αγόρασα διαμέρισμα, εδώ στο Παρίσι.

- Καλορίζικο. Καλή τοποθέτηση. Κουβέντα δεν είχες πει γι αυτό τόσο καιρό, είσαι όμως απρόβλεπτη.  Να σε συστήσω στον…

     Δεν τον άκουσε τι της έλεγε πάρα κάτω, το βλέμμα και το μυαλό της σταμάτησε στο βιβλίο που ήταν ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι μαζί με τους καφέδες τους. Φ. Ντοστογιέφσκι ΄Εγκλημα και τιμωρία.

   Θυμήθηκε την εντύπωση που της είχε κάνει το βιβλίο αυτό από παλιά, πόσο υπερβολική θεωρούσε πάντα την αντίδραση του ήρωα και την ηθική του. Φρόντισε ωστόσο πολύ σύντομα να επανέλθει και να επικεντρωθεί στα μάτια και τα χείλη του Μάνου, έδιωξε τις αρνητικές σκέψεις και παρήγγειλε κάτι να πιει. 

  Τότε μόνο πρόσεξε ότι ο Μάνος δεν ήταν μόνος του. Ένας συνομήλικός του άντρας καθόταν δίπλα του και την κοιτούσε μάλλον εξεταστικά, μπορεί και να ’ταν η ιδέα της.

-Να σας συστήσω. Ο φίλος μου ο…

Δεν συγκράτησε το όνομά του, καθόλου δεν την ενδιέφερε. Μόνο λίγο αργότερα όταν έμειναν μόνοι και ο Μάνος άρχισε να της μιλά γι αυτόν κάτι μέσα της ξύπνησε. Ανησυχούσε ο Μάνος, γιατί λέει κάποιες ύποπτες δουλειές αναλαμβάνει ο φίλος του και δεν ξέρει βέβαια λεπτομέρειες αλλά πολύ φοβάται ότι, μέσω μιας εταιρείας που πληρώνει καλά αλλά δεν ασχολείται σίγουρα με αγαθοεργίες, φέρνει σε πέρας αποστολές επικίνδυνες.

-Και πολύ ενδιαφέρουσες ίσως, σκέφτηκε μέσα της.   

  Το Μάνο τον είχε γνωρίσει εδώ στο Παρίσι σε ένα πάρτι των Ελλήνων φοιτητών πριν από δύο χρόνια, άρχιζαν εκείνη την εποχή κι οι δυο το μεταπτυχιακό τους. Τον είχε ερωτευτεί με την πρώτη κι εκείνος της έδειχνε κάποια ελπιδοφόρα προτίμηση, δεν εκδηλωνόταν ωστόσο ξεκάθαρα. Είχανε γίνει κολλητοί, μόνο τα καλοκαίρια χάνονταν για λίγο που πήγαιναν στην Ελλάδα, αυτός Κρήτη, εκείνη Λάρισα για διακοπές. Τον εμπιστευόταν απόλυτα και θα μπορούσε να του μιλήσει για τα πάντα και να τον συμβουλευτεί. Εντάξει όχι για τα πάντα, για την τρελή ιδέα που της πέρασε ξαφνικά από το μυαλό δεν του είπε τίποτα.

-Θα ήθελα το τηλέφωνο του φίλου σου, θέλω να δανειστώ το βιβλίο σ’ αυτή την έκδοση και στα ελληνικά , το έψαχνα καιρό, ελπίζω να μην τον πειράζει.

 Η εταιρεία που τρόμαζε τόσο το Μάνο στεγαζόταν στη Jean-Jaures κι αυτό την είχε λίγο τρομάξει στην αρχή, θα προτιμούσε μια συνοικία πιο ασφαλή αλλά ξαφνικά ένιωθε  αποφασισμένη, δε θα τη σταματούσε τώρα αυτή η λεπτομέρεια.  Η ζωή της χρώσταγε αυτήν την ευκαιρία μετά από τόσες θυσίες και τέτοια οικονομική ανέχεια που είχε περάσει για να σπουδάσει στο Παρίσι με μια πενιχρή υποτροφία. Ήξερε και την αγάπη του Μάνου για την περιοχή που την έβρισκε πολύ γραφική κι ενδιαφέρουσα κι εκείνη το βρήκε συμβολικό και ερμήνευσε το συμβολισμό σα μια εγγύηση για την επιτυχία του όλου σχεδίου. Είχε φροντίσει να έρθει σε επαφή με το φίλο που συνέχιζε να μην συγκρατεί το όνομα του και εκείνος της είχε δώσει τη διεύθυνση της εταιρείας τονίζοντας ότι δε δούλευε ποτέ μόνος. Το θέμα είχε τακτοποιηθεί.

    Όλα πήγαν κατ’ ευχή και ένα μήνα μετά στο ίδιο καφέ πρόσμενε μαζί με το Μάνο το αίσιο τέλος που θα επισφράγιζε τα πάντα. Δεν μπορούσε να κρύψει την ανησυχία της, περίμενε από το τηλέφωνο το αποτέλεσμα της νεκροψίας του γέρου και την είχανε ζώσει τα φίδια. Ο παππούς είχε πεθάνει την τέταρτη μετά την υπογραφή του συμβολαίου τους βδομάδα, αφήνοντάς την κληρονόμο του διαμερίσματος το οποίο όντως τελικά της είχε κοστίσει ελάχιστα κι ας είχε πληρώσει πολύ καλά το φίλο του Μάνου για να κάνει τον οδηγό στο γέρο και να του δίνει και τα φάρμακά του.  Στον παππού δεν είχε προφτάσει να καταβάλει παρά μόνο ένα μηνιάτικο, όπως έλεγε η συμφωνία κι έτσι από κει είχε ωφεληθεί ασυζητητί.  Δεν ένιωθε καμιά τύψη, μεγάλος άνθρωπος ήταν και χάρη σ’ αυτήν έζησε παραδεισένια τον τελευταίο του μήνα. Τόπος στα νιάτα, έπρεπε κι αυτή τώρα να ζήσει επιτέλους και σ’ αυτό της το όνειρο θα ‘παιζε σίγουρα κι ο Μάνος, αρκεί όλα να πήγαιναν καλά με τη νεκροψία. Πόσο θα ‘θελε να του μιλούσε τώρα, στις ώρες αυτές της αναμονής για να της γλυκάνει την αγωνία. Έπρεπε όμως να το αποφύγει, δεν ήξερε καθόλου αν θα μπορούσε να συγκρατηθεί και να μη δείξει τα συναισθήματά της, και η στιγμή ήταν εντελώς ακατάλληλη, ας σιγούρευε πρώτα το διαμέρισμα και μετά όλος ο χρόνος θα ήταν δικός τους.

   Δεν ήταν πάντως μόνο εκείνη ανήσυχη σήμερα, κι ο Μάνος δεν ήταν στα καλύτερά του, λίγο νευρικός της φάνηκε, κάτι μασημένα λόγια για μια συγκατοίκηση  της είχε ψελλίσει, το τηλεφώνημά της αργούσε, η μέρα προχωρούσε δύσκολα. Σκέφτηκε πάντως ότι ήταν καλό σημάδι που ήθελε να της μιλήσει για το πρόβλημά του. Ο άνθρωπος αναγκαζόταν να συγκατοικήσει με το φίλο του για λόγους οικονομικούς προφανώς. Εκείνη όμως είχε τη λύση κι ίσως της κάνει όλη αυτή την κουβέντα επειδή την ονειρευόταν κι εκείνος στο πλάι του και τώρα με το διαμέρισμα, η ευτυχία τους ήταν εξασφαλισμένη, μια ανάσα ακόμη και την έφταναν, την κατακτούσαν.

   Και τότε μόνο κοίταξε και είδε πόσο ξαναμμένος ήταν, δεν το ‘χε ξαναδεί έτσι το πρόσωπό του. Εντάξει, ψυχραιμία όλα καλά θα πήγαιναν, δε μπορούσε παρά να είναι μια σύμπτωση,  που της μιλάει σήμερα για συγκατοίκηση, ας μη μεγαλοποιούμε το ρόλο των συμπτώσεων στην έκβαση των γεγονότων, το ελέγχει το πράγμα, είναι βέβαιη.

-Θέλω τη γνώμη σου ειλικρινά, εσύ που μας ξέρεις και τους δυο, τι λες θα πετύχει ή μήπως θα καταστρέψουμε τη σχέση μας συγκατοικώντας. Εκείνος ισχυρίζεται ότι ήθελε καιρό να μου το προτείνει αλλά δεν είχε αρκετά χρήματα για να νοικιάσει ένα καινούριο διαμέρισμα και για τους δυο μας. Ευτυχώς έκανε μια δουλειά τελευταία και πήρε πολύ καλά λεφτά. Εγώ λέω να δεχτώ, εσύ τι σκέφτεσαι;

Άκουσε τον Μάνο να της λέει.

- Σε θεωρώ άνθρωπο ανοιχτόμυαλο, είμαι σίγουρος ότι θα χαρείς για μένα.

  Το τηλέφωνό της χτυπούσε την ίδια στιγμή, δεν της είχε ωστόσο απομείνει κουράγιο να απαντήσει για να μάθει ότι όλα είχαν πάει περίφημα, ο συμβολαιογράφος ήθελε να την πληροφορήσει ότι το διαμέρισμα είχε γίνει τελικά δικό της. Αργά ή γρήγορα βέβαια θα το μάθαινε κι ήταν σίγουρο ότι μετά όλα θα άλλαζαν, ο χρόνος ήταν με το μέρος της, ήταν πια Ιδιοκτήτρια κι όλα μπορούσαν να συμβούν.