Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Περιοδικό ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ

Η υπομονή ανταμείβεται. Καταπώς η ηρωίδα του κυρίου Φώλιου στην «ελκυστικη προσφορα» περίμενε υπομονετικά να ανοίξει το μαγαζί, έτσι κι εγώ ξεροστάλιαζα στα σκαλοπάτια του «χεστε τουλαχιστον εικοσι κιλα…» αναμένοντας την επερχόμενη ανάρτηση.
Μπορείτε να φανταστείτε τη χαρά μου όταν είδα προ εβδομάδος τέσσερις αναρτήσεις μαζεμένες. Το πρώτο ωραίο της υπόθεσης είναι ότι ο κύριος Φώλιος πλέον εκδίδεται έντυπα (και με την άδειά του). Το δεύτερο ωραίο της υπόθεσης είναι ότι, έχοντας εκδώσει τα εξαιρετικά βιβλία «σκουληκομυρμηγκότρυπα» και «κτηνογραφίες» του Μιχάλη Τάδε - έργα τα οποία μου έγιναν γνωστά στη μασονική λογοτεχνική στοά όπου συχνάζω τις νύχτες με πανσέληνο, όταν όλοι στο σπίτι κοιμούνται - οι εκδόσεις «Τυφλόμυγα» μου είναι ιδιαίτερα προσφιλείς.


Η ταλαιπωρία, ωστόσο, που τράβηξα στο παρελθόν να εντοπίσω τα βιβλία του Μιχάλη Τάδε δε συγκρίνεται με τη δυσκολία του να εντοπίσω το τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Τυφλόμυγα», αυτό του Δεκεμβρίου 2012. Αφού γύρισα τα μεγάλα βιβλιοπωλεία του κέντρου, στο τέλος, έχοντας απαυδήσει, έκανα αυτό που έπρεπε εξαρχής να κάνω: να πάρω τηλέφωνο τον ίδιο τον εκδότη να τον ρωτήσω*. Εκεί λοιπόν, ο κύριος Κώστας, πατήρ των εκδόσεων και του περιοδικού Τυφλόμυγα, με πληροφορεί ότι σημείο διάθεσης των πονημάτων του είναι το βιβλιοπωλείο του εκδότου της λέσχης μας «Γομολάστιχα» κ. Διαμαντή Καράβολα ή Φαρφουλά επί της οδού Μαυρομιχάλη 18 κι εκεί να δείτε χαρά και αγαλλίαση, αφού βγήκαμε και συγγενολόι.
Το να επιδιώκει ένας εκδότης ή ένας δημιουργός να μένει στην αφάνεια και να αφήνει άλλους να μιλούν γι αυτόν, είναι μια στάση θεμιτή, ρομαντική και μάλλον ευθυνόφοβη, καθώς μεταθέτει την ευθύνη της «πεζής» προβολής σε κάποιον άλλον, κάποιον σαν τον Φαρφουλά που στηρίζει τις ανεξάρτητες προσπάθειες ή κάποιον φανατικό. Μπορεί να συντρέχουν κι άλλοι λόγοι, το αποτέλεσμα, ωστόσο, είναι ότι το αναγνωστικό κοινό χάνει αξιόλογες προσπάθειες και την ευκαιρία της ποιοτικής ψυχαγωγίας κι επιμορφώσεως. Κι επειδή πλέον οι καιροί μας θέλουν υποψιασμένους («με άλλο κεφάλι») κι επειδή κανείς δε διατίθεται να δώσει τα ωραία του λεφτά σε προσπάθειες λιγότερο από πολύ καλές κι επειδή, στην τελική, «δε λέει» να αναζητείς ένα γμμένο τεύχος λες και είναι το Άγιο Δισκοπότηρο και να μην υπάρχουν ικανά σημεία διάθεσης, αυτός είναι ο λόγος ύπαρξης του άρθρου αυτού, να κάνει τις εκδόσεις-περιοδικό «Τυφλόμυγα» λίγο περισσότερο γνωστές στους αναγνώστες του μπλογκ, καταρχήν, και σε άλλους, στη συνέχεια, ώστε να το απολαμβάνουν περισσότεροι. 
Το περιοδικό «Τυφλόμυγα» που, επαναλαμβάνω, διατίθεται στο βιβλιοπωλείο του Φαρφουλά** κοστίζει μόλις 3 ευρώ. Για ένα πήγα κι έφυγα με τρία. Οποιαδήποτε τιμή προς τα πάνω, εδώ που τα λέμε, θα ήταν υπερβολή, δεδομένου ότι το περιοδικό έχει αισθητική απλώς προσεγμένου fanzine, είναι ασπρόμαυρο, δεμένο με συρραπτικό (δεν γνωρίζω λοιπές τεχνικές πληροφορίες)  και δε διαθέτει συνεργάτες που θα ανέβαζαν το κόστος του, μεταφραστές, γραφίστες, διορθωτές και βιβλιοδέτες. Βρίθει σκαναρισμάτων, επαναδημοσιεύσεων κυρίως από περιοδικά του αντιεξουσιαστή- le όνειδος – ανένταχτου Λεωνίδα Χρηστάκη και από ξένα περιοδικά κι έχει και συνεντεύξεις-διηγήματα-αφιερώματα σε εγχώριους και ξένους συγγραφείς με τη στάμπα του εναλλακτικού- πρωτοπόρου (Πάνος Κουτρουμπούσης, Γερτρούδη Στάιν, Νικ Μπήτνικ, Λάρυ Κουλ, ενδεικτικά).
Κι όμως το περιοδικό θεωρείται φτηνό, αναφορικά με το περιεχόμενό του. Στο τελευταίο ειδικά τεύχος, του Δεκεμβρίου 2012,  πέρα από τα τέσσερα αριστουργήματα του Σάκη Φώλιου, το περιοδικό πραγματικά «τα σπάει»: αφιέρωμα στην εκδοτική δραστηριότητα στην Ελλάδα τον καιρό της δικτατορίας (αναδημοσίευση από το Panderma του Λεων. Χρηστάκη). Αφιέρωμα στον Τάσο Φαληρέα, δημοσιογράφο, δισκοπώλη, ποιητή και στον Γρηγόρη Γρηγοριάδη, πηγαίο κι ανένταχτο ποιητή –πεζογράφο που έγραφε μέχρι την εξαφάνισή του το 1995, ο οποίος,  με το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό του, φέρνει ένα επιθυμητό και χαριτωμένο αντίβαρο στην ακρότητα του μόνο γνωστού στο ευρύ κοινό αντιεξουσιαστή Νικόλα ‘Aσιμου. Τουλάχιστον ο Γρηγοριάδης είχε κι ένα βιβλιοπωλείο (στο οποίο δεν πατούσε κανείς). Και φυσικά ήταν ένας άνθρωπος με ήθος απέναντι στη συγγραφή. Αυτό τώρα δε μπορώ να το εξηγήσω, θα το καταλάβετε μόνοι σας. Αλλά ο άνθρωπος αποδείχθηκε πραγματική έμπνευση για μένα.
Φυσικά, πέρα από αυτά τα ωραία, το περιοδικό έχει μια αφοσίωση στο εναλλακτικό και στο προκλητικό per se, η οποία προσωπικά δε με ελκύει, αλλά who cares. Στην καλύτερη περίπτωση, τα αφιερώματα στους hipsters και στους beatniks, στους Hells Angels και στις κοινότητες των ελεσντιανών***, σε κάνουν να αναπολείς τα χρόνια τα παλιά, την εφηβεία σου, την αγνότητά σου και μπορεί να σε εμπνεύσουν για το μέλλον. Όλα κύκλους κάνουν.
Συνοπτικά, στο περιοδικό «Τυφλόμυγα» βρίσκεις ένα πολύ οικονομικό και ποιοτικό, ταυτόχρονα, ανάγνωσμα, σε πολύ εύχρηστο σχήμα για να το έχεις στην τσάντα σου και να διαβάζεις όποτε βρίσκεις χρόνο. Είναι, κυρίως, ένα αποτελεσματικό όχημα ιδεών, ποιεί συνειδήσεις και διαπνέεται από ήθος. Έχει συγκεκριμένη θεματολογία και ιδεολογία που δεν την προδίδει – κι ούτε χρειάζεται, στην τελική. Το περιοδικό μπορεί να είναι κοινός τόπος για ετερόκλητους ανθρώπους. Μερικές στιγμές μπορεί να χωρίσουν τον νομοταγή από τον εγκληματία, τον υγιή από τον πρεζάκια, την αγία από την πόρνη κι όλους αυτούς τους περιθωριακούς ανθρώπους που λάτρεψε ο Λεωνίδας Χρηστάκης****. The beast lies within, που λένε.

* Περιοδικό Τυφλόμυγα: Αραχώβης 14-16, τηλ. 210-36.37.164, tflmg@yahoo.com
** Εκδόσεις-Βιβλιοπωλείο Φαρφουλάς: Μαυρομιχάλη 18 (είναι η κάθετος της Ακαδημίας ανάμεσα στην Ιπποκράτους και στη Χαριλάου Τρικούπη), 10680 Αθήνα, τηλ.: 2111845583, farfoulas@gmail.com 

*** Κατηγορούμενο εκ του LSD προερχόμενο

**** Αχ, να ζούσε ο Χρηστάκης και να έβλεπε τον διευθυντή μου, διευθυντή τραπέζης, να διαβάζει την «Τυφλόμυγα» που μου ζήτησε δανεική – κι αγύριστη, όπως το κόβω.

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

ΣΚΟΥΠΑ


Του Σοφοκλή Ρόκου

Πάλι δεν ήρθε, νομίζω πως έχει περάσει πολλή ώρα. Είναι νύχτα και φοβάμαι τώρα, κρυώνω κιόλας λίγο. Όταν έφυγε ο μπαμπάς ήταν μέρα το έβλεπα στο παραθυράκι που κοιτάω τα παπούτσια των ανθρώπων που περπατάνε έξω. Κάτι ακούω έξω από την πόρτα.

Αυτός θα είναι, αφού τον ακούω, γιατί δεν ανοίγει την πόρτα να μπει μέσα; Θέλει μάλλον να παίξουμε κρυφτό. Εντάξει τα φυλάω. Δε μ’ αρέσει καθόλου να τα φυλάω, δε μ’ αρέσει να κλείνω τα μάτια μου, φοβάμαι. Αλλά του μπαμπά του αρέσει πολύ αυτό το παιχνίδι. Με βάζει και τα φυλάω μπροστά από την ντουλάπα και μετράω μέχρι το δέκα. Μετά μου λέει πάντα «μέτρα κι άλλο» . Κι εγώ συνεχίζω μέχρι το είκοσι. Δεν ξέρω πάρα κάτω. Κι αυτό μόνο στα ελληνικά το ξέρω γιατί το έμαθα στο σχολείο. Στα πουντζάμπι δεν το ξέρω . Με το μπαμπά όμως μιλάω μόνο πουντζάμπι. Αυτός δεν καταλαβαίνει ελληνικά κι έτσι εγώ τον ξεγελάω, ξαναμετράω από το ένα μέχρι το είκοσι και δεν καταλαβαίνει που τον κοροϊδεύω. Μόνο γελάει και φαίνονται τα μεγάλα άσπρα δόντια του. Τι ωραίος που είναι ο μπαμπάς όταν γελάει. Μου λέει και τραγούδια καμιά φορά και εγώ δεν τα καταλαβαίνω όλα αλλά καταλαβαίνω αν είναι χαρούμενα ή όχι. Δεν ξέρω πώς το καταλαβαίνω αλλά έτσι από μόνος μου το σκέφτομαι, μού ΄ρχεται.

Μα πού ‘ντος τώρα, δεν τον ακούω, τον πονηρό μού έχει κρυφτεί πίσω από την πόρτα και μου είπε στα ψέματα ότι θα πάει στο σούπερ μάρκετ να μου φέρει γάλα. Εμένα δε μ’ αρέσει το γάλα, αλλά αυτός λέει ότι τα παιδιά πρέπει να πίνουν γάλα. Κάθε μέρα μού βάζει και πίνω ένα ποτήρι. Καμιά φορά δεν το θέλω αλλά φοβάμαι να του το πω. Τώρα μου είπε ότι δεν είχαμε γάλα κι έφυγε να πάει να μου φέρει. Φοβάμαι λίγο μόνος μου. Όχι πολύ, μόνο λίγο. Δεν το λέω στον μπαμπά ότι φοβάμαι μόνος μου. Είμαι άντρας δεν πρέπει να φοβάμαι. Βέβαια σήμερα φοβάμαι πιο πολύ. Άκουσα στο σχολείο για μια κακιά κυρία που μαζεύει τους ξένους ανθρώπους και τους πάει σε άλλη πόλη. Μια κυρία Σκούπα που τη βάζουν επίτηδες οι αστυνόμοι να το κάνει αυτό για να καθαρίσει η πόλη. Η μαμά μου καθάριζε παλιά κάτι μεγάλα σπίτια αλλά τότε ήμουνα πολύ μικρός και δε θυμάμαι πως το έκανε κι αν την ήξερε αυτή την κυρία Σκούπα. Μπορεί και να μην είναι κακιά αφού καθαρίζει κι αυτή όπως η μαμά μου. Τώρα όμως δεν είναι πια εδώ, η μαμά μου όχι η κυρία Σκούπα. Γύρισε πίσω λέει ο μπαμπάς, βρήκε εκεί να δουλέψει κι ίσως πάμε και μεις πίσω. Πού πίσω δεν καταλαβαίνω. Πάλι φοβάμαι, όταν ακούω πίσω, δεν το θυμάμαι ούτε το πίσω, δεν είχα γεννηθεί μου λέει ο μπαμπάς.

Ακούω βήματα στο διάδρομο, αυτός θα είναι δε μπορεί λείπει πολλή ώρα. Εγώ έκλαιγα που έφυγε αλλά στα κρυφά μην το καταλάβει και με μαλώσει. Αυτός το κατάλαβε όμως και μου είπε ότι θα κρυφτεί για να παίξουμε για να μη στενοχωριέμαι. Εγώ το κατάλαβα ότι θα έφευγε αλλά έκανα πως τον πίστεψα ότι παίζουμε. Θα πάω μπροστά στην ντουλάπα και θα αρχίσω να μετράω μέχρι το δέκα και μετά μέχρι το είκοσι. Θα έρθει ο μπαμπάς και θα μου πεί «μέτρα κι άλλο» . Κι εγώ θα τον κοροϊδέψω και θα ξαναμετρήσω μέχρι το είκοσι. Καλύτερα που δεν ξέρει ελληνικά και μπορώ και τον κοροϊδεύω. Ένα, δύο, τρία.

Δεν ακούω τίποτα τώρα…