Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Barney's corner






Στέκομαι πάντα ένα-δυο λεπτά έξω από του Μπάρνευς. Δεν κάνω απολύτως τίποτα όταν στέκομαι εκεί. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, διαφραγματική αναπνοή που φουσκώνει τα πλευρά μου. Ανοίγουν κοκκινωπά σαν ενός μικρού ψαριού έξω απ΄το νερό. Βγάζω την ανάσα μου μέσα από ένα νοερό καλαμάκι, κίτρινο ριγέ. Την λεπταίνω και την στρογγυλεύω να περάσει στο άνοιγμα. Δεν με ενδιαφέρει πού καταλήγει η αναπνοή μου και πώς χάνεται. Αυτός ο δρόμος καταλήγει πάντα στην προκυμαία.
Η δική μου αρχή του δρόμου που σταματά στη θάλασσα, ξεκινά από του Μπάρνευς. Άλλων ανθρώπων μπορεί να ξεκινάει από το πλυντήριο- στεγνωτήριο του Χάλει, ή από το μπαράκι του Σκάλ, αλλά δεν με νοιάζει. Εμένα ξεκινά απο εδώ. Ο πιο μεγάλος δρόμος της πόλης αφυπνίζεται, ανάβει και σβήνει έξω από αυτή την επιγραφή: «Μπάρνευς κόρνερ
Ο Μπάρνευ, ο εστιάτορας, δεν δίνει ποτέ δεκάρα για έναν άνδρα που κοντοστέκεται και δεν μπαίνει μέσα να πάρει έναν διπλό καφέ στο χέρι ή να κάτσει στις ροτόντες για ντόνατ και αυγά με μπείκον. Μπορείς να στέκεσαι δίπλα στο σταντ με τις εφημερίδες της Πόλης με τα φρέσκα νέα τους για όση ώρα θες, ακόμα και αν έχεις ένα προβολέα στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου και φωτίζεσαι σαν το Χριστό. Ο Μπάρνευ δεν θα σε προσέξει. 
Αντίθετα, ο Σκάλ και ο Χάλει θα κολλήσουν τη μύτη τους στο κρύο διπλό τζάμι και αφήνoντας το χνώτο τους να φτιάχνει μηδενικά στο γυαλί, θα σε αναγκάσουν να περάσεις μέσα, έστω για να πεις ένα γεια. Εγώ όμως το μόνο που θέλω είναι να περπατάω. Nα περπατάω την πόλη, αλλά μερικές φορές δεν γίνεται.
Αυτή η πόλη με αγαπάει. Πάντα με αγαπούσε. Το μόνο σίγουρο. Τα δέντρα μερικές φορές σκύβουν ελαφρώς καθώς περνάω στητός με τα αθλητικά μου παπούτσια και την ολοκαίνουργια φόρμα μου. Όλο αυτό γίνεται με ιδιαίτερη μυστικότητα, γιατί ίσως κάποιος θελήσει να το οικειοποιηθεί, και ποτέ δεν ξέρεις πού θα φτάσουν οι άνθρωποι, τι θα σκαρφιστούν προκειμένου να τους συμβούν πράγματα.
Πριν ένα χρόνο, εδώ ακριβώς που στέκομαι, είχα φέρει την Νία. Της είχα δείξει το δικό μου μυστικό μέρος ανάπαυλας από το περπάτημα στην πόλη. Τι χαρά που είχε κάνει!Είχε ακουμπήσει στον καφετί τοίχο του ταχυ-εστιατορίου και είχε ανοίξει διάπλατα τις εφημερίδες ψάχνοντας τις αναγγελίες γάμων και θανάτων. Δεν είχα καταλάβει τί την ενδιέφερε πιό πολύ απ’τα δύο.
Ο καφές του Μπάρνευ έβγαινε αχνιστός από τα πλαστικά ποτήρια των πελατών του, πριν ξεπηδήσει από τα ανοιχτά παράθυρα, για να τρυπώσει κατευθείαν στη μύτη μας. Η κριτσανιστή ζάχαρη των ντόνατ κολλούσε στα χείλη μας, και χρειάστηκε να την βγάλουμε πασαλείφοντας το στόμα μας με το μελάνι των εφημερίδων, που’χε χωθεί στα δάχτυλά μας.Άφησα το αποτύπωμα μου έξω από του Μπάρνευς. Κάτω δεξιά , δίπλα από την πόρτα, χάρισα πέντε δαχτυλικά αποτυπώματα στον καφετί τοίχο του. Η Νία δεν έβγαλε άχνα. Εκείνη τη στιγμή δεν με ένοιαζε που δεν περπατούσα.                                 
Ο περίπατος της Πόλης είναι καθημερινή ανάγκη, κάτι πιό σημαντικό από το πρωινό πλύσιμο του προσώπου και το καθάρισμα των νυχιών των ποδιών. Από το βράδυ σημειώνω τις διαδρομές σε ένα πράσινο ευρετήριο, απλώνω τα ρούχα μου στην καρέκλα της κουζίνας και διαλέγω τα παπούτσια που ταιριάζουν με τη φόρμα μου. 
Πρώτο πέρασμα πάντα η κρεμαστή γέφυρα του Γκάρισον που οι αλυσίδες της μοιάζουν με λουκάνικα δεμένα σφιχτά το ένα με το άλλο. Δεύτερο πέρασμα ο ουρανοξύστης της Κάρπε Μίντια, με τους πολύχρωμους καθρέφτες της εισόδου, που πολλαπλασιάζουν την κινούμενη φιγούρα μου. Από εκείνο το σημείο βάζω πάντα τα δυνατά μου να ξεπεράσω στο τρέξιμο τα πολλαπλά χρωματιστά είδωλά μου που με συναγωνίζονται. Σαν κάποιος να με κουρδίζει εκεί, για να με ξεκουρδίσει κοντά στου Μπάρνευς.  
Προσπάθησα πολλές φορές να μείνω κουρδισμένος μέχρι να φτάσω στην προκυμαία, αλλά πάντα λαχανιάζω λίγο πριν το εστιατόριο.Η Νία συνεχίζει και φτάνει στην θάλασσα σε είκοσι λεπτά και τριαντατρία δευτερόλεπτα. 
Παλιά μου άρεσε στην προκυμαία. Τα κύματα έσκαγαν σε εκείνα τα πελώρια λέγκο και άφριζαν την είσοδό τους πίσω στο θολό νερό. Έβγαζα τα αθλητικά μου και τα κρέμαγα στην πλάτη δένοντας τα κορδόνια στο ένα δάχτυλο. Αυτό το μπλαβιασμένο δάχτυλο έμενε έτσι πρησμένο μέχρι να γυρίσω στο διαμέρισμά μου. Η Νία του έδινε ένα φιλάκι, καμιά φορά, όταν την άφηνα να το κάνει˙ Όταν είχα τρέξει καλά, σύμφωνα με το χρονόμετρο μου-, αλλιώς τι νόημα είχε να το φιλήσει. 
Στις πολύ καλές κούρσες που σου έδιναν ένα περιθώριο να χαμογελάσεις και να το ρίξεις έξω, παίρναμε μαλλί της γριάς από τον Λέξι. Η Νία πασάλειβε όλο της το πρόσωπο και τα μαλλιά με αυτό το ρημάδι, γιατί συνήθως είχε έναν δαιμονισμένο αέρα στο Φάρο. Εγώ τάιζα το μαλλί  της γριάς στους γλάρους, όταν δεν μου ξέφευγε από μόνο του σαν εκείνο το μικρό λουλούδι, τον κλέφτη που θρυμματίζεται στον αέρα σε δευτερόλεπτα. Νομίζω πως δεν είναι καν λουλούδι.                                                             
Τώρα δεν φτάνω στην προκυμαία, είναι αδύνατον να φτάσω ως εκεί. Το χρονόμετρο μου σταματάει να δουλεύει έξω από του Μπάρνευς. Ένα χρόνο τώρα χαλάει λίγο πριν το μαγαζί του. Η Νία μάλλον συνεχίζει. Δεν την έχω ρωτήσει. Τα αποτυπώματά μου σβήνουν με τον καιρό, δεν είμαι σίγουρος οτι είναι πια πέντε, ίσως είναι τέσσερα ή τρία, μπορεί και κανένα. Και σήμερα για πρώτη φορά μου φάνηκε πως κάτι σάλεψε πίσω από το μεγάλο παράθυρο του Μπάρνευ, μου φάνηκε πως ο ίδιος ο Μπάρνει έβγαλε το κεφάλι του και κοίταξε δεξιά κι αριστερά, μέσα από το άνοιγμα της λευκής πόρτας με τη μεγάλη επιγραφή.
Αυτό είναι ένα γεγονός. Μία σημαντική αλλαγή που πρέπει να σημειωθεί. Ποτέ δεν είχα προσέξει το πρόσωπο του Μπάρνευ, μόνο το σχήμα του κεφαλιού του, ένα κεφάλι ωοειδές και άτριχο σαν μπάλα ποδοσφαίρου που παρέμενε πάντα ακουμπισμένη πάνω στον πάγκο του εστιατορίου.             Και οι αλλαγές συνεχίζουν να συμβαίνουν˙ σχεδόν δεν προλαβαίνω να τις σημειώσω. Σήμερα πρώτη φορά ο Μπάρνευ πέρασε το κατώφλι του και με πλησίασε. Άρχισα να τρέμω. Υπήρχε φως γύρω από το ήδη αστραφτερό κεφάλι του. Ήταν το φως της επιγραφής. Συνέχισα να τρέμω σύγκορμος αλλά διατήρησα την ψυχραιμία μου και τον κοίταξα κατάματα θέλοντας να πω δυνατά: Μπάρνευ, επιτέλους σε γνωρίζω, ή, Μπάρνευ, να΄ξερες τί είσαι για μένα, ή, έστω, Μπάρνευ, πολύ ωραίο το μαγαζί σου, εγώ πάντα εδώ κοντοστέκομαι πριν περπατήσω την πόλη. 
Έσκυψε κοντά μου, όπως τότε που έσκυβαν τα κλαδιά των δέντρων στην Μέι στριτ ενώ έτρεχα τριάντατρία λεπτά και είκοσι δευτερόλεπτα. Μου ακούμπησε ένα χάρτινο κύπελλο με αχνιστό καφέ ανάμεσα στα γόνατα, παραμερίζοντας την κουβέρτα που μισοκρεμόταν από το αναπηρικό μου καροτσάκι : «Πάρε, πιες. Δεν θέλω ζητιάνους εδώ» μου είπε χαμηλόφωνα και έκλεισε μαλακά την πόρτα πίσω μου.




Γιούλη Αναστασοπούλου
Πρώτη δημοσίευση στις εκδόσεις Παράξενες μέρες, Νοέμβριος 2013, Ιστορίες Ονείρου και Φυγής, 1ο βραβείο Eyelands.gr