Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Σε πράξεις τρεις

του Σοφοκλή Ρόκου

ΤΟ ΦΙΛΙ
Πάρκαρε μ’ έναν απότομο ελιγμό μέσα στην πιλοτή. Δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο στο μυαλό του, μόνο να την πάει και να την αφήσει σπίτι. Φρέναρε κοιτώντας ίσα μπροστά του στο μικρό κηπάκο της πολυκατοικίας. Κάρφωσε τα μάτια στα χαμηλά φυτά, καταπράσινα και φροντισμένα. Όχι δέντρα, όχι θάμνοι μόνο δεντρίλια ιδιαίτερα νοικοκυρεμένα, στη σειρά, λαμπερά, σε πλήρη αρμονία με το χορτάρι του μικρού κήπου, μαρτυρούσαν ενοίκους καθαρούς και νοικοκυραίους. Τράβηξε το χειρόφρενο δυνατά σχεδόν βάρβαρα και γύρισε και την κοίταξε.
Το πρόσωπό της ήταν ξαναμμένο κι όμορφο. Τα μάτια της έλαμπαν, γλυκά και πονηρά μαζί, σχεδόν αγοραία. Τα χείλη της σχημάτιζαν ένα αδιόρατο χαμόγελο ταμπουρωμένο πίσω από μύες σφιγμένους στην προσπάθειά τους να συγκρατήσουν μια κοροϊδευτική ριπή αστραφτερού γέλιου. Ναι, μπορείς να μ’ έχεις έλεγε εκείνο το πρόσωπο, προκλητικό κι απροσπέλαστο μαζί, χωρίς καμιά εγγύηση όμως ότι αυτό το έχεις θα σήμαινε και μια κατάκτηση διαρκείας και ουσιαστική. Μπορείς να μπεις μέσα μου, να καταφύγεις όχι όμως να κουρνιάσεις, να κατασταλάξεις.
Ανταριάστηκε ολόκληρος, τον κυρίευσε μια ακατανίκητη επιθυμία να βυθιστεί στην γλυκόπικρη αίσθηση που φανταζόταν ότι αναδίνει το στόμα της. Πίσω από τη στοματική της κοιλότητα μάντευε το κρανίο της, ήθελε να το κατακτήσει αλλά ταυτόχρονα τον κατατρόπωνε η τραχιά βεβαιότητα ότι ποτέ δε θα απλώσει νωχελικά τις αντρικές αρίδες του μέσα σ’ αυτό το καύκαλο.
Γύρισε το κεφάλι κι ολόκληρο το σώμα του προς το μέρος της κι έπεσε με ορμή πάνω στο στόμα της. Κατέφαγε τα χείλη, αιχμαλώτισε τη γλώσσα, κατατρόπωσε τα μάγουλα, πίεσε με τα δάχτυλα όλο το πρόσωπο. Ήθελε να συνεχίσει, να ξεριζώσει τα μαλλιά, να ξεκογχίσει τα μάτια, να ξεκολλήσει τη μύτη, να μην αφήσει τίποτα πάνω στ’ όμορφο πρόσωπο, να το ισοπεδώσει, να το ρουφήξει, να ‘ναι βέβαιος πως είναι ο τελευταίος που το είδε έτσι προκλητικό κι ατίθασο, να δίνεται και να αποκλείεται ταυτόχρονα, να διακωμωδεί και να βυθίζεται στην τραγωδία την ίδια στιγμή.
Δεν έκλεισε τα μάτια του, ανοικτά όπως ήταν τα ‘νιωσε να βαθαίνουν, να σκουραίνουν και να βουτάνε προς τα μέσα στα μαύρα χάσματα που ανοίχτηκαν απότομα πίσω τους. Τότε μόνο η άσπρη δυνατή αστραπή που τόση ώρα συσκότιζε το μυαλό του ξαφνικά έσβησε. Απομάκρυνε το πρόσωπό του από το δικό της και την κοίταξε. Ήταν σημαδεμένη παντού, σ’ όλο το πρόσωπο. Θυμήθηκε το φιλί του Klimpt, όχι δεν ήταν έτσι. Δεν ένιωθε να τους τριγυρίζουν λουλούδια και αρώματα, δεν ακούγονταν μουσικές και καμπάνες. Τ’ αγγελάκια γύρω τους κάγχαζαν κι έξυναν τα νιούτσικα κερατάκια τους, φυτρωμένα μόλις στα μακρουλά άσχημα κεφάλια τους.
Ένα τρανταχτό, σχεδόν διαβολικό γέλιο ακουγόταν επίμονο μέσα του και τον έκανε να νιώθει αμήχανος και μόνος. Δεν επαρκούσε, φοβόταν. Συρρικνωνόταν και ταυτόχρονα αυτοσαρκαζόταν. Ήθελε να καταβροχθίσει κι είχε μια κουμπότρυπα για στόμα, ήθελε να πετάξει και δεν είχε παρά πούπουλα σκόρπια κολλημένα σ’ ολόκληρο το σώμα του. Ήταν λίγος.

Η ΕΝΩΣΗ
Στο δωμάτιο ο αέρας μύριζε αρώματα οργασμού και έξαψης. Η ζεστασιά του ήταν ζεστασιά μήτρας που αρνιόταν να γεννήσει οτιδήποτε γιατί προτιμούσε να κρατήσει για λογαριασμό της όλη τη γλύκα. Έγειρε πάνω στην κατακόκκινη καρδιά-μαξιλάρι κι έκλεισε τα μάτια. Ονειροπολούσε και γυρνούσε λίγες στιγμές πριν. Τον θυμόταν ξαναμμένο κι όμορφο, σκοτεινό αντρικό σύμβολο μιας γλυκιάς αρπακτικότητας που ξεκινούσε από την τρυφεράδα κι ανέβαινε τρεχάτο την κλίμακα μέχρι την ηδονή και την αντάρα ακόμη και τον πόνο.
Έψαξε με τα χείλη της το μόριό του. Έψαξε με τα δάκτυλα του το αιδοίο της. Ιδρωμένοι μηροί ενώθηκαν σε ένα υγρό σφιχταγκάλιασμα.

Τυφλό κουφό κι αδοκίμαστο πάθος κινητοποιούσε κάθε ικμάδα των δύο σωμάτων που δεν ήξεραν πια αν ήταν δυο, ένα, χίλια δυο ή εκατομμύρια. Το μόριό του παντού μέσα στις κοιλότητες της αγωνιούσε να γεμίσει κάθε κενό και να πλημμυρίσει με την υγρή του δύναμη την ξεραϊλα μιας ζωής ολόκληρης που κυλούσε έξω από το σκοτεινό δωμάτιο, αγνοώντας τα ηδονικά φουντώματα που πρόσφερε ο ένας στον άλλον εκείνο το συμπυκνωμένο δίωρο.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Ένιωσε τη σκέψη του που αγκιστρώθηκε ξαφνικά στα μαλλιά της. Τον αισθάνθηκε να τα χαϊδεύει στην αρχή απαλά κι έπειτα ν’ αρπάζει μερικές τρίχες να τις τραβάει άγρια. Το χέρι του κατέβηκε στο σβέρκο της κι έπιασε σε μια λαβή κάποια συγκεκριμένα νεύρα της κι έκανε όλο της το κορμί να ακινητοποιηθεί. Όσο κι αν προσπαθούσε να απελευθερώσει το κεφάλι τινάζοντάς το και να κινήσει το λαιμό, η μέγγενη έμενε εκεί. Δε φαινόταν η παραμικρή εξωτερική εμπλοκή, καμιά παραμόρφωση μόνο σαν κάτι να αφαιρούσε κάθε ενέργεια από κάθε μέλος της ή ακόμα χειρότερα να τη μετέτρεπε σε ενέργεια εχθρική εναντίον της, σα να ‘βαζε το σώμα της να επιτεθεί στον εαυτό του.
Τον ένιωθε σαν ένα ρούχο που σε πληγώνει αλλά δεν μπορείς να το βγάλεις γιατί είσαι μπροστά στον κόσμο ή γιατί δεν έχεις άλλο ρούχο και χρειάζεσαι ένα, οπότε το υφίστασαι σιωπηλά, ούτε το πετάς, ούτε το ανέχεσαι. Αυτή η σκέψη κούρνιασε περιπαικτικά μέσα της.
Και δεν ήταν πια ο έρωτας που την κατείχε, δεν ήταν η χαρά του που την ενέπνεε. Ήταν μια οδύνη αναξιοπρεπής, όχι ισχυρή, όσο ενοχλητική κι απωθητική. Ένιωθε μικρή, αδύναμη σα να ‘χε υποτιμήσει, σχεδόν εξευτελίσει ένα σημαντικό της κομμάτι.