Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Αντιμνημονιακό

από την Αγγελική

Όταν πέθανε και σήκωσαν το στρώμα στην παράγκα της, βρήκαν από κάτω κοσμήματα και τιμαλφή, αξίας δεκάδων χιλιάδων ευρώ. Κλασσικά πράγματα, δηλαδή. Το ασυνήθιστο ήταν ότι το σώμα της ήταν ακέραιο. Ούτε σε σήψη, ούτε μισοφαγωμένο από τις γάτες της, ήταν καθ’όλα αξιοπρεπές. Δεν είχαν αργήσει οι φίλοι της να την αναζητήσουν, όταν άρχισε να απουσιάζει από τα κοινά τους στέκια.
Το να έχεις φίλους που σε αναζητούν αμέσως, είναι από μόνο του ένδειξη ευτυχίας και πλούτου. Τίποτε όμως δεν προμήνυε αυτή την ευτυχή κατάληξη μια δεκαετία πριν. Η’ μήπως ήταν δεκαπέντε χρόνια;
Τότε ήταν μια φιγούρα με ξανθόλευκο μαλλί,  τεράστια μάτια γαλανά κι ορθάνοιχτα. Οι ώμοι της κοιτούσαν προς τα κάτω, τα μάτια μπροστά, με απορία, σα να μάθαινε ακόμα κι ας κόντευε τα εξήντα. Έσερνε κι έναν σκύλο μαζί της, παχύσαρκο, που πυορροούσε.
Τον έσερνε τα πρωινά του Σαββάτου στη λαϊκή κι έλεγε στους πωλητές στους πάγκους ότι ήταν άρρωστο το σκυλάκι της κι ότι έπρεπε, μάλλον, να του αλλάξει τροφή. Το έβγαζε βόλτα πάνω-κάτω στο στενό, εκεί που ήταν το σπίτι της, μια μονοκατοικία με τριανταφυλλιές. Έλεγε στις γειτόνισσες που τίναζαν τα χαλιά ότι έπρεπε να πάει στο γιατρό το σκυλί, γιατί ήταν πολύ άρρωστο.  Μην ήξεραν αυτές κανάν καλό; Μπα, πού να ξέρει αυτή που δεν ξεμύταγε απ’ το σπίτι της. Στις παιδικές χαρές όπου σύχναζε, έλεγε στα παιδάκια να μην πολυπλησιάζουν το σκυλί, τους έδειχνε όμως τις πληγές του που γυάλιζαν σαν αστέρια πυορροούντα.
Ο άντρας της φρόντιζε τις τριανταφυλλιές. Κάθε πρωί πήγαινε κοντά τους, να τις κανακέψει, και τις έβρισκε σκαμμένες και χεσμένες. Στο διάολο για σκυλί. Τα ‘βαζε με το γιο τους που τους κουβάλησε το κοπρόσκυλο και μετά δεν ασχολήθηκε ξανά. Με κείνη δεν τα βαζε ποτέ. Τη γυναίκα του. Καλός ήταν, όλα τα φρόντιζε.
Αυτή ένα σκυλί είχε μονάχα να φροντίσει και τα ‘κανε μαντάρα. Δεν της το έθιξαν ποτέ γιατί ήτανε ευαίσθητη και στεναχωριόταν.  Απλώς απέφευγαν να της αναθέτουν πράγματα, της χαμογελούσαν επαρκώς κι όλα καλά.
 Ο άντρας της φύραινε με τα χρόνια, της έριχνε πόσα χρόνια, είκοσι, είκοσι πέντε; Έφεραν μια Ουκρανή να τον προσέχει και η μισή σύνταξη πήγαινε εκεί. Ο γιος τους άλλαζε σταυροπόδι, φυλλομετρώντας την εφημερίδα. Έλεγε στον κόσμο πως έψαχνε στις αγγελίες για δουλειά.
Τη νύχτα που το σκυλί πέθανε, εκείνη στεκόταν πάνω από το στρώμα του, του έλεγε τραγουδάκια και του κουδούνιζε παιχνίδια. Πού και πού  του δρόσιζε τις πληγές με χαμομήλι. Ξάφνου είδε ένα φωτοστέφανο να σχηματίζεται γύρω από το χοντρό κεφάλι του και της φάνηκε πως ο σκύλος ήταν ο Ιησούς Χριστός που θυσιαζόταν, σε πραγματικό χρόνο, για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Έπειτα το ζώο έγειρε το κεφάλι του στο μπράτσο της κι άφησε την τελευταία του πνοή.
«Πού πας μάνα;» τη ρώτησε ο γιος της, καθώς την είδε να κατευθύνεται προς την πόρτα. Γύρισε και τον κοίταξε, ο κώλος του ήταν μεγαλύτερος από την καρέκλα που καθόταν. Άνοιξε το μάνταλο κι εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα. Δεν την ξαναείδαν ποτέ.
Πάνε δεκαπέντε χρόνια από τότε που στα εξήντα της - παρά μια χρονιά - άρχισε την επικερδή καριέρα της ως ρακοσυλλέκτρια. Οι φιλενάδες της πάλεψαν με ζέση πάνω από το φέρετρό της για ένα αναμνηστικό της δεύτερης ζωής της, ένα κουμπί, μια τηλεκάρτα, το διαμαντένιο δαχτυλίδι που της χάρισε κάποιος μεγιστάνας.
Οι θαμώνες της αυλής της, δώδεκα τον αριθμό, αναπολούσαν τις ωραίες εκείνες μέρες που ο άρτος και το κρασί εύφραιναν τας καρδίαις των, επιχείρησαν μάλιστα να κάνουν την ζωή της σχολικό εγχειρίδιο που θα έμπαινε στο μάθημα των θρησκευτικών. Όμως εκεί πλάκωσαν οι εκπρόσωποι του κλήρου και οι μνημονιακοί και το εγχείρημα ναυάγησε προτού καν αρχίσει. Κι έμεινε ένα παραμύθι να λένε οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους, τις νύχτες που το φεγγάρι θυμίζει σκυλοκεφαλή, γιομάτη από λυκίσιες αναμνήσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου