Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

ΣΚΟΥΠΑ


Του Σοφοκλή Ρόκου

Πάλι δεν ήρθε, νομίζω πως έχει περάσει πολλή ώρα. Είναι νύχτα και φοβάμαι τώρα, κρυώνω κιόλας λίγο. Όταν έφυγε ο μπαμπάς ήταν μέρα το έβλεπα στο παραθυράκι που κοιτάω τα παπούτσια των ανθρώπων που περπατάνε έξω. Κάτι ακούω έξω από την πόρτα.

Αυτός θα είναι, αφού τον ακούω, γιατί δεν ανοίγει την πόρτα να μπει μέσα; Θέλει μάλλον να παίξουμε κρυφτό. Εντάξει τα φυλάω. Δε μ’ αρέσει καθόλου να τα φυλάω, δε μ’ αρέσει να κλείνω τα μάτια μου, φοβάμαι. Αλλά του μπαμπά του αρέσει πολύ αυτό το παιχνίδι. Με βάζει και τα φυλάω μπροστά από την ντουλάπα και μετράω μέχρι το δέκα. Μετά μου λέει πάντα «μέτρα κι άλλο» . Κι εγώ συνεχίζω μέχρι το είκοσι. Δεν ξέρω πάρα κάτω. Κι αυτό μόνο στα ελληνικά το ξέρω γιατί το έμαθα στο σχολείο. Στα πουντζάμπι δεν το ξέρω . Με το μπαμπά όμως μιλάω μόνο πουντζάμπι. Αυτός δεν καταλαβαίνει ελληνικά κι έτσι εγώ τον ξεγελάω, ξαναμετράω από το ένα μέχρι το είκοσι και δεν καταλαβαίνει που τον κοροϊδεύω. Μόνο γελάει και φαίνονται τα μεγάλα άσπρα δόντια του. Τι ωραίος που είναι ο μπαμπάς όταν γελάει. Μου λέει και τραγούδια καμιά φορά και εγώ δεν τα καταλαβαίνω όλα αλλά καταλαβαίνω αν είναι χαρούμενα ή όχι. Δεν ξέρω πώς το καταλαβαίνω αλλά έτσι από μόνος μου το σκέφτομαι, μού ΄ρχεται.

Μα πού ‘ντος τώρα, δεν τον ακούω, τον πονηρό μού έχει κρυφτεί πίσω από την πόρτα και μου είπε στα ψέματα ότι θα πάει στο σούπερ μάρκετ να μου φέρει γάλα. Εμένα δε μ’ αρέσει το γάλα, αλλά αυτός λέει ότι τα παιδιά πρέπει να πίνουν γάλα. Κάθε μέρα μού βάζει και πίνω ένα ποτήρι. Καμιά φορά δεν το θέλω αλλά φοβάμαι να του το πω. Τώρα μου είπε ότι δεν είχαμε γάλα κι έφυγε να πάει να μου φέρει. Φοβάμαι λίγο μόνος μου. Όχι πολύ, μόνο λίγο. Δεν το λέω στον μπαμπά ότι φοβάμαι μόνος μου. Είμαι άντρας δεν πρέπει να φοβάμαι. Βέβαια σήμερα φοβάμαι πιο πολύ. Άκουσα στο σχολείο για μια κακιά κυρία που μαζεύει τους ξένους ανθρώπους και τους πάει σε άλλη πόλη. Μια κυρία Σκούπα που τη βάζουν επίτηδες οι αστυνόμοι να το κάνει αυτό για να καθαρίσει η πόλη. Η μαμά μου καθάριζε παλιά κάτι μεγάλα σπίτια αλλά τότε ήμουνα πολύ μικρός και δε θυμάμαι πως το έκανε κι αν την ήξερε αυτή την κυρία Σκούπα. Μπορεί και να μην είναι κακιά αφού καθαρίζει κι αυτή όπως η μαμά μου. Τώρα όμως δεν είναι πια εδώ, η μαμά μου όχι η κυρία Σκούπα. Γύρισε πίσω λέει ο μπαμπάς, βρήκε εκεί να δουλέψει κι ίσως πάμε και μεις πίσω. Πού πίσω δεν καταλαβαίνω. Πάλι φοβάμαι, όταν ακούω πίσω, δεν το θυμάμαι ούτε το πίσω, δεν είχα γεννηθεί μου λέει ο μπαμπάς.

Ακούω βήματα στο διάδρομο, αυτός θα είναι δε μπορεί λείπει πολλή ώρα. Εγώ έκλαιγα που έφυγε αλλά στα κρυφά μην το καταλάβει και με μαλώσει. Αυτός το κατάλαβε όμως και μου είπε ότι θα κρυφτεί για να παίξουμε για να μη στενοχωριέμαι. Εγώ το κατάλαβα ότι θα έφευγε αλλά έκανα πως τον πίστεψα ότι παίζουμε. Θα πάω μπροστά στην ντουλάπα και θα αρχίσω να μετράω μέχρι το δέκα και μετά μέχρι το είκοσι. Θα έρθει ο μπαμπάς και θα μου πεί «μέτρα κι άλλο» . Κι εγώ θα τον κοροϊδέψω και θα ξαναμετρήσω μέχρι το είκοσι. Καλύτερα που δεν ξέρει ελληνικά και μπορώ και τον κοροϊδεύω. Ένα, δύο, τρία.

Δεν ακούω τίποτα τώρα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου