Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

POST 10 ANOS


Σχολοῦσα στς 15.00 GMT, ἔφευγα πετάδην γι Κηφισσό, ἔπαιρνα τ ΚΤΕΛ, ἔφθανα 21:42, GMT ἐπίσης, μ περίμενε, μ περίμενε σ μέρος προσάνεμο, μπόλικες λεῦγες μακρυὰ ἀπὸ τ καλ νερ κι ἀφοῦ τν ξαναθυμόμουν μετ ἀπὸ τόσα γαλάζια φιλιά, φεύγαμε. Φθάναμε ἀνυπόμονα στὸ σπίτι, ἀράζαμε στὸν πράσινο βελουτὲ καναπὲ καὶ λέγαμε διάφορα χαζά. Πίναμε λευκὰ ποτὰ μπόλικων δυτικῶς μεσημβρινῶν, ξαπλώναμε καὶ περνοῦσα τὸ ἕνα χέρι μου γύρω ἀπὸ τὸν λαιμό της καθὼς μὲ τὸ ἄλλο ψαχούλευα καὶ ἤλεγχα γιὰ τυχὸν χαλαροὺς κόμπους στὰ κομβία τοῦ ὑποκαμίσου της καὶ ἀφοῦ χρησιμοποιοῦσα ὡς ἀναλόγιον ἕτερον μέρος τοῦ σώματός μου, τῆς διάβαζα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς Γραμμὲς Ὁριζόντων τοῦ Βακαλόπουλου. Μπασσοποιοῦσα μάλιστα καὶ τραβοποιοῦσα τὴν φωνή μου, πετοῦσα λοξὲς ματιὲς ἐκεῖ μπὰς καὶ δῶ γλαρομενοειδεῖς βλεφαρικές κινήσεις κι εὐχόμουν νὰ τὴν πάρῃ ὁ ὕπνος γιὰ νὰ μὴν ζητήσῃ σέξ· ἐνίοτε τὸ πετύχαινα, ἄλλες φορὲς ὄχι. Τὰ πρωινὰ τοῦ Σαββάτου ἦσαν ὑπέροχα. Σηκωνόμασταν ὥρα καλή, κάναμε ὁμοῦ μπάνιο κι ἐτοιμαζόμασταν γιὰ καφὲ στὸ κέντρο (σὲ πλατεία κάποιας νικηφόρας ναυμαχίας ἢ στὴν πρίγκηπος Νικολάου, σὲ καφὲ μὲ τρισύλλαβη ξενικὴ ὀνομασία) πρὶν νὰ ξεκινήσουμε, στὴν πρωινὴ τουαλέττα αἰσθανόμουν κι ἔβλεπα περίεργη τὴν ἀνατομία μου, σὰν νὰ εἶχε προηγηθῇ ὄντως σὲξ τὴν προηγουμένη· ψάχνοντας στὸν κάδο εὕρισκα τεκμήρια ὅτι διὰ τῆς μέθης μὲ ἐξεμεταλλεύετο. Μὲ αἱματωμένα τὰ μηλίγγια, διάθεση βεζούβιο καὶ σχέδια ἁπτόμενα τριμελοῦς κακουργοδικείου, χούφτωνα τὸ πόμολο τοῦ καμπινὲ ἵνα ἐξέλθω καὶ νὰ τὴν ἀρχίσω μὲ τὴν ζωστήρα εἰσαγωγικῷ τῷ τρόπῳ πρὶν νὰ τῆς μωλωπίσω τὴν μύτη βοηθείᾳ προχείρου τινός τοίχου μὰ κάτι καταλάβαινε αὐτὴ μᾶλλον ἴσως καὶ ἀπὸ τὰ ἠχεῖα ἀκουγόταν μιὰ σύστασις (τώρα, τώρα πές μου ποιόν πές μου ποιόν θἄχῃς νὰ τά λές;) νὰ μετρήσω μέχρι τὸ δέκα. Στὸ ἕνδεκα, ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ἀποχωρητήριο καὶ ἔνγλυκυς τὴν ῥωτοῦσα γιὰ τὴν ὡραιότητα τοῦ μαλλῆ μου, σούφρωνε τὰ χείλη, κυττοῦσε ἐκεῖ, ἔφτιαχνε, τακτοποιοῦσε κάτι ἀσύμμετρα καὶ κατόπιν κυττώντας με βαθιὰ στὰ μάτια μὲ φιλοῦσε κι ἐγὼ λιγωνόμουν λιγωνόμουν πολὺ λιγωνόμουν τόσο ὥστε ἀρχινοῦσα ἀπότομα (ἐπίρρημα) ἀπότομα (ἐπίθετο) κλάμματα καὶ τῆς ζητοῦσα νὰ μὲ συγχωρήσῃ χωρὶς νὰ τῆς διατυπώσω τὰ λίκνα, τὰ γενεσιουργὰ διπολικότητος γιατί. Δὲν καταλάβαινε ἀκριβῶς μὰ καταλάβαινα ὅτι καταλάβαινε πὼς ὅλο τοῦτο ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς ἀντιδράσεις τῶν αἰτιῶν τὰ ὁποῖα εἶχε καταλάβει παλιὰ πρίν, στὰ πρῶτα μας ὅταν ἀνεπιτυχῶς τῆς ἔκρυβα μιὰν κάποιαν ἀγνωσία συναισθημάτων, μᾶλλον μιὰν δυσκολία ἐκφράσεως αὐτῶν. Μ’ἄφηνε μόνο μου γιὰ λίγο, κρυβόταν στήν κουζίνα - ποτέ δὲν ἔμαθα τί ἔκανε τέτοιες στιγμὲς ἐκεῖ – γὼ ἔγλειφα τὰ δάκρυά μου ἐνώπιον τῆς βιβλιοθήκης της καθὼς μπροστὰ ἐκεῖ στεκόμουν στέλνοντας τὸ βάρος τοῦ σώματός μου ἀπὸ τὸ ἕνα πόδι στὸ ἄλλο σ’ἀκανόνιστα χρονικὰ διαστήματα κι ἐπεφύλασσα τὸ πιὸ δριμὺ κλάμμα ἐνόσῳ ἄγγιζα καὶ γυρόφερνα μὲ τὶς ῥῶγες τῶν δακτύλων μου, τὶς ῥάχες τῶν βιβλίων. Στοὺς τίτλους τοῦ Μάλκολμ Μπράντμπερρυ ξαφνικὰ ἠρεμοῦσα καὶ τὴν φώναζα μὲ ἕνα χαϊδευτικὸ ποὺ πάντα ἀπεχθανόταν μὰ δὲν μοῦ κάκιωνε διότι γνώριζε τὸ ἀκούσιο ἴσως κι ἀκαταλόγιστο. Φεύγαμε. Καθ’ὁδὸν γιὰ τὸ κέντρο, πάντα συνοδηγός, πίσω ἀπὸ τὰ γυαλιά μου, ἔνοιωθα ὅτι κάτι δὲν πήγαινε καλά, μὲ ἐμένα, μὲ αὐτήν, μὲ ἐμᾶς καὶ ὄχι μόνον στὰ πρόσεχε στόπ, πορτοκαλὶ τὸ φανάρι, πεζός! Ἀναρωτιόμουν μὰ καὶ προσπαθοῦσα νὰ θυμηθῶ ποιό ἐπίμονο, ποιό δερματόστικτο, ποιό κακοφορμισμένο καπρίτσιο μὲ εἶχε ἐκεῖ, τόσα χιλιόμετρα μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἑστία μου, νὰ προσπαθῶ νὰ ἐπιβεβαιώσω κάποιες ἐφηβικῆς χροιᾶς ἀντιδράσεις σὰ πατρικὰ ἀγάπα την ῥέ, μὰ μὴν τὸ δείχνῃς. Στὸ καφέ, πίναμε τοὐλάχιστον ἀπὸ δύο καπουτσίνο, τρώγαμε τὰ σκοῦρα κέηκ, κάποια βουτύρου βουτήματα καὶ ὅ,τι ἡ καλὴ διάθεση τοῦ ἐλεήμονος τε καὶ φιλευσπνάχνου ἀλλά καὶ οἰκείου της, τραπεζοκόμου προαιρεῖτο. Ἔγλειφα τὸ πιατάκι γιὰ τίποτε ἀπομειναριασμένα ψίχουλα κέηκ ποὺ μᾶλλον δὲν ἔβλεπα, ἔβλεπα πάντως τὸ ὕφος δυσαρέσκειας τοῦ γνωστοῦ της καὶ καταλάβαινα ὅτι ἦταν ὥρα νὰ φύγουμε. Ἀγοράζαμε ἐφημερίδες, μιλούσαμε γιὰ τὴν Ἀμοργό, μαλλώναμε γιὰ τὰ πολιτικὰ καὶ γυρνοβολάγαμε στὴν ἀγορὰ μουτρωμένοι χωρὶς νὰ κρατᾷ ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου. Τὸ μεσημέρι, τρώγαμε σὲ φαγητάδικα ἀπέχοντα τρέντυ τοποθεσιῶν, παραγγέλναμε πιάτα καυτερὰ καὶ ἐπιδέχοντα παπάρες τριῶν φετῶν ψωμιοῦ. Ἄλλες, γυρνούσαμε πιὸ νωρὶς στὸ σπίτι, ἔφτιαχνε κάτι αὐτὴ (μαγείρισσα οὔσα) καὶ μετὰ ἀφοῦ ξαναμαλλώναμε γιὰ τὰ πολιτικά, βλέπαμε καμιὰ ταινία ἐνῷ πρῶτα μαλλώναμε γιὰ τὸ ῥεπερτόριο καὶ τὸ θέμα της μὲ φορτωμένα φυσικὰ στομάχια καὶ μιὰν ἰσχυρὴ στομαχικὴ δυναμικὴ ἐνέργεια. Ὄχι γιὰ κάποιον ἄλλον λόγο, μὰ ἀποκλειστικῶς γιὰ νὰ κάψω τὶς παραπάνω θερμίδες συναινοῦσα σὲ μιὰν σωματικὴ πάλη στὴν ὁποίαν πρωταγωνιστοῦσαν ἀνθ’ ἡμῶν, ἕνα πέος καὶ ἕνα αἰδοῖον, μὰ καὶ βορειώτερα, ἕνα ζεῦγος 40DD μαστῶν ὅπερ ἦταν ὁ κάθιδρος γκὲστ στάρ. Περαίνοντας, μὲ κυρίευε τὸ σύνδρομο τοῦ νεκροῦ σπέρματος, θρηνοῦσα κασσανδρικὰ καὶ μὲ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος. Τὰ πρὸς βράδυ ἀπογεύματα ἔρχονταν κάποιοι φίλοι καὶ βαριόμουν ἀσύστολα, ἐξοργιζόμουν μάλιστα μὲ ἐκεῖνα τὰ κάτι καμμένα ἀτομάκια μὲ χάι ἀπόψεις, ἄνετες καὶ πολὺ προχώ, μακρὰν τῶν συμβάσεων (ποιῶν;) κι ὅ,τι ἄλλη παπαριὰ μπορεῖ νὰ ἐπικαλεστῇ κάποιος γιὰ νὰ δικαιολογήσῃ τοὺς ἀντικοινωνισμοὺς καὶ τὰ συμπλέγματά του. Μᾶς φορτώνονταν, δὲν ἔφερναν μάλιστα τίποτε μαζύ τους ῥεγαλοειδῶς, ἐμεῖς ὅμως τοὺς φτιάχναμε μεξικάνικο ἄσε ποὺ εἶχα πληρώσει καὶ ἐγώ στὸ σοῦπερ μάρκετ γιὰ τὰ ὑλικά, μὰ φίλοι δικοί σου δὲν εἶναι; Ὦ, πόσο κόπο ἤθελε νὰ χαμογελῶ καὶ νὰ δείχνω ὅτι δὲν μοῦ ἀνακάτευε τὰ σωθικὰ ἡ μ’αὐτοὺς συνανα(σ)τροφή! Τὶς νύχτες ἀφοῦ καληνυχτούσαμε τοὺς ἐν λόγῳ ἄπλυτους (γὼ τοὺς ἔστελνα στὴν εὐχή τοῦ Ἑωσφόρου) καλὰ καλὰ ἡ ξώθυρα δὲν εἶχε κλείσει μὰ γὼ ἤδη τεντωνόμουν καὶ χασμουριόμουν τόσο ψεύτικα ποὺ ποτὲ δὲν κατάλαβα γιατί δὲν μὲ κατάλαβε. Πώπω, λατρεία μου, τεύχη εἰμί, σπεύδω γιὰ τοῦφες κι ἔτσι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀπέφευγα τὸ σέξ. Τὴν ἄλλη μέρα, γυρνώντας ἀπὸ τὴν λειτουργία, καθὼς τὴν εὕρισκα κοιμωμένη, μὲ ἔπιανε ἕνα τρεμάμενο μίσος γιὰ τὴν καριόλα ποὺ δὲν ἐρχόταν κι αὐτὴ στὴν ἐκκλησία, τὴν ἔφτυνα μὲ ἄρρωστο σίελο καὶ ἔψαχνα πρόχειρο κάποιο ἐγχειρίδιο νὰ τὴν στείλω στὸν δημιουργό της μιὰν ὥρα ἀρχύτερα ὥστε νὰ πειστῇ μάλιστα γιὰ τὴν ὕπαρξή του, μὰ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου τρία τέταρτα πρὶν μοῦ εἶχε τροχοπεδίσει πᾶσα ἀνωμαλία καὶ τέτοιους ἀχτιβισμούς. Κι ὅταν σηκωνόταν, ἀφοῦ πρῶτα στὸ μεταίχμιο ὕπνου καὶ σηκώθηκες μωρό μου;, μὲ ἔψαχνε στὸ στρῶμα μὲ ἕνα τυφλό χέρι γιὰ νὰ ἐκμεταλλευθῇ τὸ ἰδιαίτερο πρωινό χαρακτηριστικό τῆς ἀνδρικῆς ἀνατομίας μὰ δὲν μὲ εὕρισκε (τί ἠδονὴ ποὺ ἀπογοητευόταν ποὺ δὲν κάναμε σέξ ἤ κάλλιον ποὺ δὲν μοῦ ἔκανε σὲξ) ἐτοιμαζόμασταν καὶ πάλι τσαρκεύαμε ἀφοῦ πρὶν μαλλώναμε γιὰ τὰ πολιτικά. Μὰ πάντα μιλούσαμε ὁμονοειστὶ γιὰ τὴν Ἀμοργό. 

Εὐάγγελος Μαλλῆς.




7 σχόλια:

  1. Η 1η ιστορία του νέου μας μέλους Ευάγγελου στο μπλόγκ. Η μορφή του κειμένου, είναι επιλογή του συγγραφέα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. νομιζα οτι ζωντανεψε ο παπαδιαμαντης αλλα σε ευχαριστη μορφη!!-πολυ πιο ευχαριστη_ τελειο!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Σὲ χαλάει, σὲ δυσαρεστεῖ ὁ Παπαδιαμάντης;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. καθολου,αντιθετως ειναι απο τους αγαπημενους μου!!απλα αυτη η γραφη μου εφερε περισσοτερα χαμογελα .

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Γιατί σβήνετε σχόλια;

    ΑπάντησηΔιαγραφή