Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

ΕΝΥΠΝΙΟΝ


ΤΟ ΕΝΥΠΝΙΟΝ
του Καχτίτση
(πρότυπο διηγήματος)

ΤΟ ΕΝΥΠΝΙΟ
                                                                                  Στον Τάκη Σινόπουλο, τον ποιητή

Toute la vie n’est peut-être qu’un songe continuel.
Peut-être que le moment de la mort sera un réveil
soudain, où l’on découvrira l’ illusion de tout ce
que l’on cru de plus réel, comme un homme qui
s’éveille voit disparaître tous les fantômes qu’il
croyait voir et toucher pendant ses songes.
                                                        Fénelon, Dialogues des morts.
Την εποχή εκείνη, λίγο πριν φύγει ο Γιώργης απ’ την πόλη μας, έμενα μαζί του στο υπόγειό του, στο κρεβάτι του που είχε μείνει αδειανό, έπειτα από την κατάταξη του αδερφού του Πέτρου στο στρατό. Συναντιόμαστε, βέβαια, μόνο τα βράδια –κατατσακισμένοι και οι δύο: εγώ από τη δουλειά, κι αυτός από τους ατέρμονες περιπάτους του στις συνοικίες, όπου και εισχωρούσε, με το διαπεραστικό του μάτι πάντοτε οπλισμένο, στα πιο απίθανα σημεία, όμορφα και άσχημα. Σε μία από τις συναντήσεις μας αυτές, που μου θυμίζουν τώρα, μέσα από το θαμπό γυαλί του χρόνου και της απόστασης, τις συναντήσεις του Ουσπένσκι με τον ελληνορώσο οραματιστή Γκουρτζήεφ, έτυχε να πάω λίγο αργότερα από το κανονικό, κατά τις έντεκα περίπου, και μάλιστα θυμάμαι ότι, όπως σκαρφάλωνα, μέσα στο σκοτάδι, τον ανηφορικό εκείνο δρομάκο που κατέληγε κάθετα στο σπίτι μου, ήμουνα με κατεβασμένα τα φτερά, έτοιμος να του ζητήσω συγγνώμη, μολονότι τίποτα δε με δέσμευε. Από το φως που αντίκρυσα στο παραθυράκι, και από μία ανεπαίσθητη μουσική που ερχόταν από το παμπάλαιο εκείνο ραδιόφωνο που υπήρχε στο δωμάτιο, συμπέρανα, με ανακούφιση, ότι ήταν ασφαλώς ξύπνιος, και ότι, όπως συνήθιζε, θα έγραφε, ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Χτύπησα την πόρτα (το δεύτερο κλειδί το είχε ξεχάσει μαζί του ο Πέτρος στην έξαψη της αναχώρησής του) –χτύπησα την πόρτα, έτοιμος να εισχωρήσω μέσα, συνηθισμένον όπως με είχε να μου ανοίγει αμέσως. Θα φαντάζεται κανείς τη θέση μου όταν είδα να μην ακούγεται εκείνο το χαρακτηριστικό τρίξιμο στο κρεββάτι του, όπως συνέβαινε κάθε φορά που ερχόταν να μου ανοίξει. Χτύπησα άλλη μια φορά, κάπως συγκρατημένα, και με τ’ αυτί μου στην πόρτα, λέγοντας με χαμηλή φωνή, για να μην ακουστώ από τα άλλα σπίτια: «Γιώργη, άνοιξε, εγώ είμαι». Καμία απάντηση. Ακουγόταν μόνο το ραδιόφωνο. Στάθηκα για μια στιγμή μήπως με τη σιωπή μου τον καταπράυνα ( φαντάστηκα πως θάταν θυμωμένος), αλλά ξαφνικά, με χίλιες-δυο απαίσιες υποψίες στο μυαλό μου, στράφηκα προς το παράθυρο και κοίταξα πλαγίως μέσα –για να αντικρύσω τον κύριο αυτό με ακουμπισμένη την πλάτη του στον τοίχο, να ρεμβάζει, με τα νώτα προς εμένα… Αγανακτισμένος με το θράσος του, χτυπάω το τζάμι και του λέω με συγκρατημένο θυμό: «Γιώργη, τι θέλεις να μας παραστήσεις; Άνοιξε, είμαι κουρασμένος». Εξακολουθούσε να μην απαντάει. Άρχισα να χτυπάω νευρικά το τζάμι, με τα μάτια μου καρφωμένα σ’ αυτόν. (Ευτυχώς που δεν ξύπνησα εκείνη τη μέγαιρα τη σπιτονοικοκυρά του –γιατί αιωνίως διαμαρτυρόταν). Καμία ανταπόκριση. Σε μια στιγμή, από τη θέση που βρισκόταν, γυρίζει απότομα το κεφάλι του προς εμένα, με πυρετωμένα μάτια, σα να έβλεπε στο πρόσωπό μου κανένα φάσμα, και μου λέει μ’ ένα σατανικό μορφασμό: «Τι διάολο θέλεις και χτυπάς; Μου εσακάτεψες ένα ωραίο ενύπνιο που έβλεπα… ». Απόρησα για μια ακόμα φορά για το θράσος του, και του φωνάζω: «Άνοιξε μου πρώτα, και κάνουμε τις εξηγήσεις μετά». Δεν πρόφτασε να μου ανοίξει, αναμαλλιασμένος και αλαφιασμένος όπως ήταν, και άρχισε τις εύσχημες βρισιές, ότι η αναλγησία μου δεν είχε όρια, ότι τα ήθελα όλα δικά μου κλπ. Έπειτα από επιμονή μου να μου εξηγήσει τι επιτέλους εννοούσε (γιατί ομολογουμένως ήταν πολύ ταραγμένος), μου είπε να καθίσω κι εγώ, και αφού σκέφτηκε για μερικές στιγμές, με τα μάτια του στηριγμένα στο πάτωμα, άρχισε να μου λέει τα παρακάτω, μ’ ένα αινιγματικό μειδίαμα:
Ότι δήθεν, όπως ήταν ξαπλωμένος και με περίμενε, ακούγοντας κάτι ουγγρικούς χορούς από τη Βουδαπέστη, αποκοιμήθηκε, με ζωηρή όμως και την αίσθηση της πραγματικότητας, και φαντάστηκε πως μισάνοιξε μόνη της μία μικρή πόρτα που επικοινωνούσε με την καταπακτή που σχημάτιζε η σκάλα του απάνω σπιτιού. Εκεί είδε ότι, αηδιασμένος όπως ήταν ανέκαθεν με τη σπιτονοικοκυρά, είχε πάει, με χρήματα που προς μεγάλη του χαρά είχε βρει καταχωνιασμένα σ’ ένα κουτί με παλαιές φωτογραφίες, να νοικιάσει ένα άλλο δωμάτιο, σε μια άγνωστη συνοικία, στην οποία τον οδήγησαν επίσης άγνωστοι δρόμοι. Το σπίτι αυτό ήταν σε μια αδιέξοδο, σε κάποιο ύψωμα, απ’ όπου μπορούσε ν’ αντικρίζει, όπως ανέβαινε το δρόμο, τις στέγες των άλλων σπιτιών από κάτω, ενώ στο βάθος, σπινθήριζε ο ρους ενός ποταμού. Ήταν ένα θερμό καλοκαιρινό απόγιομα, κατά τις δυόμισι, που όλοι κοιμούνται στη χώρα μας. Σ’ αυτό απέδωσε και το ότι δεν του απάντησαν αμέσως από μέσα όταν χτύπησε το ρόπτρο. Με το θόρυβο, όμως, που έκανε αμέσως μετά, πεισμωμένος που δεν του άνοιγαν, θα πρέπει να είχε οπωσδήποτε ξυπνήσει από τον απογευματινό της ύπνο την κυρία που του άνοιξε, και η οποία δεν ήταν άλλη, από την κοινή μας φίλη της εποχής εκείνης Ευρυδίκη Θ… Ιδίως την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν τα βλέμματά τους, έδειξε καθαρά πως καμία διάθεση δεν είχε να τον δει. Φάνηκε καθαρά, από τον τρόπο που τον παραμόνεψε από τη μισάνοιχτη πόρτα της, πως αναγνώρισε αμέσως ποιος ήταν (όπως, άλλωστε, την αναγνώρισε αμέσως κι αυτός), αλλά, για λόγους που αυτός ήταν αδύνατο να εξηγήσει, τηρούσε τα προσχήματα, όπως κι αυτός επίσης. Μέχρι που εγώ τον ξύπνησα με τα χτυπήματά μου, συμπεριφέρθηκαν κι οι δυο σαν ξένοι. Επειδή παρατήρησε, στο λιγόλεπτο διάστημα που ακίνητοι και οι δύο βρέθηκαν στον προθάλαμο, ότι τον αντίκριζε με αυστηρό μάτι, άρχισε με υποταγή να κατηγορεί τον εαυτό του πως ομολογουμένως τα χτυπήματά του ήταν επίμονα, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να περίμενε λίγο, ότι λυπόταν γι’ αυτό ειλικρινά, και της ζητούσε συγγνώμη, αν και το καταλάβαινε και μόνη της πως αναγνώριζε το λάθος του, κλπ., κλπ., μέχρι που κατάληξε να την αντικρίζει σαν παρείσακτος. Αυτή, ατημέλητη και ράθυμη όπως ήταν, αντί να του πει κάτι που να τον τόνωνε λίγο, σαν μόνη της αντίδραση στις εξηγήσεις που της έκανε, ταχτοποίησε με τρόπο την ξεκούμπωτη ρόμπα της μπροστά –κίνηση πολύ προκλητική, που του μετέδωσε ένα ρίγος από την πολλή επιθυμία.
Πάντως η Ευρυδίκη τον έμπασε σε μια σάλα μισοσκότεινη, όπου το κάθε αντικείμενο ήταν σα να μην είχε αλλάξει θέση από προπολεμικά, αν και όλα ήταν σχολαστικά καθαρά, και ιδίως τα πατώματα, χρώματος μελιού, που πλαισίωναν ένα περσικό χαλί στη μέση. Παρ’ όλο που έξω, μέχρι να φτάσει, είχε λιώσει από τη ζέστη, στο δωμάτιο αυτό επικρατούσε εκείνη η δροσιά (και η ησυχία) που συναντάμε σε δωμάτια που δεν χρησιμοποιούνται συχνά. Ούτε απ’ έξω ερχόταν ο παραμικρός θόρυβος. Όλα: τα κάπως εξεζητημένα έπιπλα, το πιάνο, τα ανθοδοχεία με διάφορα μαραμένα άνθη, κάτι απερίγραπτες προσωπογραφίες και μερικά τοπία από ερασιτεχνικό χέρι, με υπογραφή, όλα πρόδιδαν μια εγκατάλειψη που του έφερνε τη θλίψη. 
«Θα μου επιτρέψετε για μια στιγμή… Δε θ’ αργήσω… » του είπε η Ευρυδίκη, δείχνοντας με τα κατάμαυρα μάτια της την περιβολή της, και τον άφησε μόνο του, σ’ εκείνο το έρημο δωμάτιο, να συλλογίζεται τι επρόκειτο να συμβεί.
Όταν αργότερα, με συρτά βήματα (γιατί εξακολουθούσε να φορεί τα ίδια χαμηλά παπούτσια), και σκορπώντας γύρω της ένα βαρύ άρωμα, έκανε την εμφάνισή της, ήταν φανερό πως τον αντίκριζε με εντελώς διαφορετικό μάτι, όπως και αυτός αυτήν. Ο Γιώργης αμέσως έκανε μία απόπειρα να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, να της δηλώσει γνωριμία, και να ξεσπάσει σε οικειότητες, αλλά η Ευρυδίκη, με τη μύτη σηκωμένη όπως συνήθως, τον ξαναέφερε στη θέση του. Φορούσε ένα μεταξωτό μαύρο φόρεμα, λεπτό, και επίσης ένα λεπτεπίλεπτο περιδέραιο από μαύρες χάντρες, που άφηναν, όπως σάλευε το κορμί της, λάμψεις. Όταν συναντήθηκαν τα βλέμματά τους, του μειδίασε ευγενικά, και μ’ εκείνη τη φιλαρέσκεια που είναι γνωστή σε όλους μας, υποκλίθηκε ελαφρά, μ’ επίγνωση του παρουσιαστικού της, και του είπε: «Λοιπόν; Σας ακούω…»
Ο Γιώργης τότε σηκώθηκε αμέσως, μ’ επίγνωση της περιβολής του κι αυτός, και της μειδίασε, προσπαθώντας να μην προδώσει καμιά του συγκίνηση. Αυτή, από του ύψους που την έβαλε αυτός με τη μουδιασμένη στάση του, του είπε να καθίσει, και κάθισε η ίδια πρώτη σε μια πολυθρόνα απέναντί του, με την πλάτη της προς το παράθυρο. Συμμορφώθηκε ευγενικά, με μια αργή κίνηση και αμίλητος (σα να τον βλέπω),  ενώ αυτή άρχισε να ανεμίζει τη βεντάλια της, με τα μάτια της στηριγμένα απάνω του, χωρίς όμως διάθεση για να μιλήσει, σα να ρέμβαζε. Όπως καμιά φορά θέλουμε να πούμε κάτι, για να δώσουμε τέρμα σε μια σιωπή που μας φέρνει αμηχανία, αλλά κάτι μας εμποδίζει, και όμως επικρατεί μια αχαλίνωτη τάση μέσα μας για να μιλήσουμε, της είπε δισταχτικά:
« Θα μου επιτρέψετε μία ερώτηση;»
«Ασφαλώς. Ό,τι θέλετε. Αρκεί να μην είναι αδιάκριτη», είπε η Ευρυδίκη. Με τα λόγια της αυτά, οι πιο πονηρές σκέψεις και σκηνές πέρασαν απ’ το μυαλό του. Βρήκε όμως τον τρόπο να της πει: «Δεν νομίζω ότι είναι αδιάκριτη. Εξαρτάται, βέβαια, από το πώς θα την πάρετε σεις… Δεν είναι, άλλωστε, τίποτα το σπουδαίο. Ή μάλλον για μένα είναι. Απλώς θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς λέγεται το άρωμα αυτό που φορείτε».
«Δηλαδή, εννοείτε ότι αυτή είναι η ίδια η ερώτηση, ή καμιά εισαγωγή στην ερώτηση, μέχρι να μπούμε στο θέμα;» είπε η Ευρυδίκη, έτοιμη να ξεσπάσει σε ειρωνικά γέλια. «Όχι, όχι, αυτό ήθελα να σας ρωτήσω», αναγκάστηκε, με πρόσωπο κατακόκκινο, να πει αυτός. Τότε δε βάσταξε κι αυτή, και ξέσπασε σε υστερικά γέλια, που αντήχησαν στην κάμαρη σατανικά. γέλια, που από το ένα μέρος τον προσβάλλανε και από τ’ άλλο τον έφερναν, κατά έναν παράδοξο τρόπο, πολύ κοντά της. Εκείνο που του προκάλεσε την απελπισία, και έτοιμος ήταν να πιάσει να φύγει, χωρίς όμως να έχει τη δύναμη να κουνηθεί, ήταν ότι δεν είχε κατορθώσει να της μεταδώσει εκείνο που εννοούσε καταβάθος. Δεν τον ενδιέφερε ούτε το όνομα του αρώματος, ούτε από πού το είχε αγοράσει πριν από τον πόλεμο (γιατί του είπε κάθε λεπτομέρεια: πού βρισκόταν το μαγαζί, ότι αυτός που το είχε, είχε εξαφανιστεί με τον πόλεμο, και μαζί μ’ αυτόν και η φίρμα του μαγαζιού, αλλά ότι, αφού πέρασε πολύς καιρός –τότε μόνο, προς μεγάλη της έκπληξη, έπεσε στην αντίληψή της ότι εκεί που βρισκόταν πρώτα το αρωματοπωλείο, υπήρχε τώρα ένα άλλο κατάστημα, παρ’ όλο που την εποχή της υποτιθέμενης εξαφάνισης του αρωματοποιού, αυτή περνούσε από το σημείο αυτό κάθε μέρα, κλπ. κλπ.). Ήθελε να της μεταδώσει, με πλάγιο τρόπο, το θαυμασμό του, αλλά απέτυχε οικτρά. Έκανε και μερικές άλλες απόπειρες, σιωπηρές αυτή τη φορά, αλλά μάταια. Του γλιστρούσε συνεχώς.
Ακολούθησε ένα μικρό διάστημα σιωπής. Ο Γιώργης έβλεπε τον εαυτό του, σαν μέσα από καθρέφτη, να έχει πάρει μελαγχολικό ύφος, από τον φόβο που τον είχε πολιορκήσει ξαφνικά μήπως η παρουσία του ήταν ανεπιθύμητη. Διασκέδασε, όμως, αυτό το φόβο με την παρατήρηση πως αυτή ήταν που μάκραινε τη συζήτηση με τα λόγια της. Με τον τρόπο που είχε σταθεροποιήσει τη θέση της στην πολυθρόνα, δεν έδειχνε να είχε διάθεση να τον εξαποστείλει, πράγμα που τον ενθουσίαζε, αρκεί να της άρεσε αυτής. Εντωμεταξύ η Ευρυδίκη είχε πάρει μια αναπαυτική στάση, και με τα μεγάλα, σχήματος και χρώματος ελιάς μάτια της, που είχαν τη σταθερότητα ματιών μέσα από γυαλιά, τον ήλεγχε συνεχώς, σαν για να εξακριβώσει την ταυτότητά του –αλλά ακριβώς τη στιγμή που αυτός, για να απαλλαγεί απ’ αυτή την κωμωδία, ετοιμαζόταν να χαμηλώσει τα μάτια, τον ρώτησε κάτι που είχε σχέση με τα όνειρα, εγκαταλείποντας τη ρέμβη της.
«Με συγχωρείτε, αλλά δεν κατάλαβα», απάντησε μηχανικά αυτός, κάνοντας από μέσα του την παρατήρηση ότι, όπως καθόταν με την πλάτη της προς το παράθυρο, πλαγίως, η μισή μορφή της ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι. Οπότε αυτή του απάντησε πως εννοούσε αν πίστευε κι αυτός στα όνειρα, αν τους έδινε προφητική σημασία.
«Α, κατάλαβα. Τα όνειρα», είπε ο Γιώργης επιγραμματικά, αισθανόμενος σαν κανένα μηχάνημα που, αμέσως όταν ακουστεί ο ήχος του νομίσματος που ρίξαμε από τη σχισμή, ξερνάει από μία άλλη ένα κόκκινο χαρτάκι με την τύχη, «τα όνειρα είναι αποτέλεσμα εφήμερων καταστάσεων που λιμνάζουν μέσα στο μυαλό μας», κλπ. κλπ. –και έδωσε την επιστημονική εξήγηση των ονείρων, όπως την είχε διαβάσει εκείνες τις ημέρες σ’ ένα ρυπαρό βιβλιαράκι του Γκοβόστη, το οποίο, τη στιγμή που μου τα έλεγε αυτά, βρισκόταν πάνω στο τραπεζάκι που γράφαμε. Από τη στιγμή που της έδωσε την απάντηση αυτή, άρχισε να διαισθάνεται ότι αυτά που έβλεπε ήταν όνειρο, και να προσπαθεί να συγκρατήσει τις σκηνές για να μου τις διηγηθεί.
«Ώστε λέτε αυτό να είναι;» είπε η Ευρυδίκη σα να δυσπιστούσε. «Γιατί, ξέρετε, είδα ένα όνειρο (το είδα σήμερα τ’ απόγιομα, λίγο προτού με ξυπνήσετε). Το όνειρο αυτό μου έκανε τέτοια τρομερή εντύπωση, που δεν εννοεί να φύγει απ’ το μυαλό μου ούτε στιγμή. Ιδίως όταν σας άφησα, και πήγα μέσα για ν’ αλλάξω, αισθανόμουνα σα να με παραμόνευαν δαιμονικά πίσω από τα έπιπλα». Με τη λέξη «αλλάξω» την κατέλαβε μια εκνευριστική συναίσθηση προς το σώμα της, και με αμηχανία μαζεύτηκε στην εσοχή της πολυθρόνας, σα να ήταν εντελώς γδυτή, και να προσπαθούσε να κρύψει ό,τι μπορούσε. Περιττό να πω ότι αυτός, με τη διαβολεμένη φαντασία του, αισθάνθηκε αμέσως στ’ αυτιά του θροΐσματα από εσώρουχα, ωραία στην αφή, να τρίβονται πάνω σε λεία σάρκα. Αυτή, βέβαια, διέκρινε, με πανικό, τις αντιδράσεις του σε όλη του την έκφραση, αλλά αυτός, με τις ίδιες παρατηρήσεις στο μυαλό του, κατόρθωσε και έπεισε σιωπηρά πως η προσοχή του είχε στραφεί πάλι στην ιστορία που είχε αρχίσει, λέγοντας απότομα: «Λοιπόν, τι συνέβη;»
«Λοιπόν, εν πρώτοις, θέλω να πω», άρχισε η Ευρυδίκη με το νου της ακόμα στο κορμί της, «επρόκειτο για το εξής: Ήταν, λέει, ένα δροσερό ανοιξιάτικο πρωί και περπατούσα, ξυπόλυτη, και ντυμένη με μια αραχνοΰφαντη ζορζέτα, στους δρόμους ενός προάστιου, όπως η Κηφισιά… Πράγματι, η Κηφισιά ήτανε. Ναι, ήταν η Κηφισιά, τώρα το θυμάμαι. Ήμουνα μόνη μου, ψυχή δεν κυκλοφορούσε στο δρόμο. Σας επαναλαμβάνω ότι το τοπίο είχε μια αφύσικη ομορφιά, τα χρώματα των λουλουδιών στους κήπους ήταν φωτεινά, ευδιάκριτα –πώς να σας πω: όπως οι ζωγραφιές αυτές οι γαλλικές. Μήπως διαβάσατε την «Ακρόπολη» την περασμένη εβδομάδα; »
«Όχι, αλλά καταλαβαίνω πάντως τι εννοείτε. Εννοείτε τους εμπρεσσιονιστές», είπε ο Γιώργης, μιμούμενος τη γαλλική προφορά όσο καλλίτερα μπορούσε.
«Μπράβο. Ακριβώς. Οι εμπρεσσιονιστές», έσπευσε να πει κι αυτή, σφραγίζοντας τα λόγια του με μία χαρακτηριστική χειρονομία. «Ώστε μιλάτε και τα γαλλικά; Ασφαλώς θα τα μιλάτε. Φαινόσαστε ότι είσαστε μορφωμένος και γλωσσομαθής. Μπράβο σας», πρόσθεσε στα λόγια της, εγκαταλείποντας την ιστορία της στη μέση.
«Διαβάζω γαλλικά βιβλία, αλλά δυστυχώς δεν ξέρω να μιλάω», απάντησε αυτός.
«Δηλαδή, ακριβώς όπως εγώ! Αν και εγώ τα μιλάω λίγο», είπε η Ευρυδίκη με θρίαμβο. Και άρχισε αμέσως ένα σωρό αδικαιολόγητες διαχύσεις, να του κάνει ένα σωρό ενθαρρυντικούς υπαινιγμούς, του πρότεινε να πάψουν να χρησιμοποιούν τον πληθυντικό, του έστειλε ένα σωρό χαμόγελα με σημασία απ’ τη θέση της. Τον Γιώργη τον κατέλαβε μια ανεξήγητη δειλία και μετριοφροσύνη μ’ όλα αυτά, και άρχισε να τη διακόπτει με τις φράσεις: Τελοσπάντων… Δεν πειράζει… Σας ευχαριστώ, αλλά βέβαια…».
«Όχι, όχι. Αυτό να λέγεται», επέμενε αυτή. «Πρέπει κανείς ν’ αναγνωρίζει τα προσόντα σας. Είσαστε ένας νέος με σημασία, μορφωμένος, άριστος ποιητής, ευγενικός, με λεπτούς τρόπους, και σας αξίζουνε συγχαρητήρια. Θα ‘πρεπε να βλέπατε έναν ψευδο-δανδή, πριν από μερικές ημέρες, που μου κατέφθασε συνοδευόμενος από ένα ελεεινό θηλυκό, που μου τη σύστησε για αδερφή του. Δε ντράπηκε, ο βλάκας. Σε μια στιγμή του λέει: «Φάνη», του λέει, «ρώτησε την κυρία αν το δωμάτιο έχει πόρτα εξωτερική» - είπε το ξέρασμα. Δεν μπορούσε να με ρωτήσει μόνη της! «Πώς, έχει χρυσή μου, το γράφει η αγγελία, δε θυμάσαι;» είπε ο γόης. Όπως μου μιλούσε (τους βάστηξα όρθιους στο χολ, δεν τους έμπασα μέσα. Μην κοιτάτε εσάς που σας έμπασα, μ’ εσάς ήταν διαφορετικά) –όπως μου μιλούσε, μου ξεφυσούσε τους καπνούς του τσιγάρου του στο πρόσωπο, τις δε στάχτες τις έριχνε στο πάτωμα. Σκέψου νεαρός… ».
«Το γεγονός είναι ότι κι εγώ έχω το συνήθειο να καπνίζω. Είναι ακόμα ένα ελάττωμα που κληρονόμησα από το στρατό», είπε ο Γιώργης, κάπως μουδιασμένα.
Στο σημείο αυτό θα μου επιτραπεί να εξηγήσω ότι απόρησα πώς της είπε ότι έκανε στο στρατό, αφού δεν είχε κάνει, και μου απάντησε ότι αυτά είναι στο όνειρο, αυτά μου έλεγε. Απάντηση που με έπεισε αμέσως, τη στιγμή, άλλωστε που ο φίλος μου κουβαλάει στους ώμους του τα παθήματα όλης της ανθρωπότητας.
Για να επιστρέψω στο θέμα, όταν της είπε ότι καπνίζει, με τρόπο σαν να της ζητούσε την άδεια για να καπνίσει εκείνη τη στιγμή, η Ευρυδίκη ξέσπασε:
«Και ποιος δεν καπνίζει! Μα, για όνομα του θεού, δε μιλάτε τόσην ώρα; Θα καπνίσουμε από ένα μαζί αμέσως, αν και εγώ είμαι ερασιτέχνις». Προτού προφτάσει αυτός να βγάλει από την τσέπη του ένα τσιγάρο, απ’ αυτά που είχε χύμα, κατόρθωσε η Ευρυδίκη, χωρίς να το κουνήσει απ’ τη θέση της, ν’ αρπάξει απ’ το παρακείμενο τραπεζάκι μια μαύρη τσιγαροθήκη, με κινέζικες μινιατούρες, να την ανοίξει, και να του προσφέρει από μέσα ένα μπαγιάτικο τσιγάρο, που έτριζε, και χρειάστηκε να το πλάσει με τα δάχτυλά του και να το σαλιώσει. Η Ευρυδίκη κατάφερε ν’ ανάψει, έπειτα από πολλά σβησίματα, το τσιγάρο της, αλλά, με ιδιότυπη γυναικεία αδεξιότητα, ξεφυσούσε τον καπνό από το στόμα της χωρίς να τον καταπίνει. Γενικά, όπως τουλάχιστο μου τα περιέγραψε, είχε δημιουργηθεί μία ατμόσφαιρα απ’ αυτές που άμα συμβαίνουν στην πραγματικότητα, μας αφήνουν ωραίες και ανεξίτηλες αναμνήσεις. Ουσιαστικά, δεν είχε μεσολαβήσει τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά και όμως: αυτό το μικρό διάλειμμα, το σύντομο πλησίασμα των μορφών τους όπως άναψαν τα τσιγάρα τους, η ξαφνική αντανάκλαση στα πρόσωπά τους της πορτοκαλιάς αναλαμπής –όλα αυτά ήταν πράγματα που καταλαβαίνω πολύ καλά γιατί τον συγκίνησαν. Ούτε μ’ ενδιαφέρει αν όλα αυτά τα είδε στο ενύπνιό του ή τα εφεύρε τη στιγμή που μου τα έλεγε. Θα έχεις παρατηρήσει, αναγνώστη, ότι, σε τέτοιες στιγμές, τα πρόσωπα σπανίως έχουν επίγνωση του τι συμβαίνει. Μόνο όταν περάσει καιρός διαπιστώνουν και οι δυο πόσο αθάνατες επρόκειτο να μείνουν.
« Ώστε κάνατε και στρατιώτης, είπατε;» είπε η Ευρυδίκη. «Σε ποιο σύνταγμα, δηλαδή σε ποιο τάγμα; Παρ’ όλο που ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός, αυτές τις φράσεις τις μπερδεύω».
Στο σημείο αυτό μου είπε ότι έπαιξε το ρόλο το δικό μου και της ανέφερε τα τάγμα στο οποίο είχα υπηρετήσει εγώ. Μου πρόσθεσε σ’ αυτά ότι επί ένα ορισμένο διάστημα αισθανόταν σαν να κυκλοφορούσε με την ταυτότητα τη δική μου.
«Ώστε θέλετε να πείτε πως πολεμήσατε με το ηρωικό αυτό τάγμα, για το οποίο διαβάζαμε κάθε μέρα στις εφημερίδες;» του λέει αυτή.
«Ναι, πραγματικά, αυτό ήταν (μαζί με άλλα τάγματα, βέβαια). Δεν έλαβα όμως εγώ μέρος σε καμία συμπλοκή –μόνο σε νυχτερινές περιπόλους είχα πάει, αλλά τον περισσότερο καιρό έμενα πίσω, στα γραφεία, ως γραφεύς, αν και τραυματίστηκα κι εγώ, βέβαια, αλλά εντελώς από σύμπτωση… » είπε με προσπάθεια να παρασιωπήσει το θέμα αυτό, από φόβο μήπως τον οδηγούσε σε λεπτομέρειες που θα ήταν ανίκανος ν’ απαντήσει.
«Ώστε τραυματιστήκατε; Πω, πω, θεούλη μου», έκανε η Ευρυδίκη σαν καμία νέα Ιοκάστη. «Δεν μπορώ ν’ ακούω τέτοιες ιστορίες, ραγίζεται η καρδιά μου». (Όπως και πράγματι, νομίζω, είναι ευαίσθητη). «Ήταν σοβαρό το πλήγωμα; Σας στείλανε αμέσως στο νοσοκομείο; Σας πονούσε πολύ;» συνέχισε, με τη γεύση τραύματος στο υγρό της στόμα, όπως καμιά φορά γευόμαστε χυμό λεμονιού, αδιάλυτο.
«Όχι, δεν πόνεσα και πολύ», είπε αυτός, με ειλικρινή διάθεση να τη συνεφέρει. «Δε θυμάμαι, βέβαια, και καλά, γιατί αμέσως έπεσα αναίσθητος και δεν κατάλαβα τίποτα. Και εξάλλου ήταν εντελώς επιπόλαιο, εδώ, στο χέρι. Έμεινα για λίγες μέρες στη θαλπωρή του νοσοκομείου (πάντοτε με συγκινούν οι νοσοκόμες και η οσμή από φάρμακα), και έφυγα έπειτα με άδεια».
«Η Παναγίτσα άκουσε τις προσευχές της μανούλας σας και σας έσωσε. Ο πατέρας μου, θυμάμαι, έλεγε: Είμαι αξιωματικός ( ο πατέρας μου πέθανε με το βαθμό του συνταγματάρχη. Τα παράσημα εκείνα που βλέπετε είναι του πατέρα μου, όχι του άντρα μου. Τα είχε πάρει στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας)».
Εκείνη τη στιγμή ο Γιώργης γύρισε και είδε τα παράσημα, κορνιζαρισμένα. Απάνω απ’ αυτά ήταν κρεμασμένη η προσωπογραφία του πατέρα της, ο οποίος αντίκριζε τον παρατηρητή με θηριώδη μάτια, σαν του Βίσμαρκ, και όμως έδειχνε συγχρόνως να είναι θλιμμένος για κάτι, σαν επί τη προόψει του θανάτου. Για μια στιγμή του μετέδωσε την αίσθηση πως το κεφάλι που εικονιζόταν ήταν πραγματικό, και πως στεκόταν ακίνητο για να τον τρομάξει. Ήταν σαν κανένα απ’ αυτά τα πορτραίτα, σε σχήμα ωοειδές, που έβλεπε καμιά φορά σε τάφους του Α΄ Νεκροταφείου, όπου και σύχναζε τα φθινόπωρα. Τόσο έντονη ήταν η έξω από τόπο και χρόνο εντύπωση που του μετέδωσε –τόση, που του φάνηκε προς στιγμή πως ο συνταγματάρχης δεν ήταν ούτε ζωντανός, ούτε πεθαμένος τη στιγμή που του έπαιρναν τη φωτογραφία.
«Έλεγε, λοιπόν, στη μητέρα μου», συνέχισε η Ευρυδίκη, ενώ αυτός εξακολουθούσε να είναι απορροφημένος από το πορτραίτο του πατέρα της, «έλεγε στη μητέρα μου: Είμαι αξιωματικός, και ένας καλός πατριώτης, αλλά ουδέποτε θα επιτρέψω στο παιδί μου να γίνει στρατιωτικός –αυτό ποτέ. Ο αδερφός μου είναι τώρα στο υπουργείο, με καλή θέση».
«Έχετε δίκιο –δε χωράει συζήτηση», είπε αυτός. «Φανταστείτε ότι και τώρα ακόμα, δυο ολόκληρα χρόνια μετά την απόλυση μου, ονειρεύομαι τις μέρες αυτές, και προπαντός τις νύχτες (γιατί μπορεί να μην πήρα μέρος σε μάχες, αλλά η ζωή μας ήταν κάθε άλλο παρά σπαρμένη με τριαντάφυλλα), και φωνάζω στον ύπνο μου, και ξυπνάει αυτό το τέρας, η σπιτονοικοκυρά μου (μένω στην οδό Ζωγράφου, μακριά από δω), κι αρχίζει να μου χτυπάει το πάτωμα μ’ ένα παπούτσι, και με ξυπνάει το κτήνος, και μετά δεν μπορώ να κοιμηθώ άλλο. Με συγχωρείτε που μιλάω με τέτοιον τρόπο, αλλά σας λέω ότι της αξίζει… ».
«Αστείο πράγμα. Μιλάτε, βρε αδερφέ, ελεύθερα. Είμαστε μεταξύ μας», τον διαβεβαίωσε με οικειότητα η Ευρυδίκη. «Λοιπόν, τι απέγινε;».
«Τίποτα. Απλώς με ενοχλεί η παρουσία της πολύ, (μ’ αυτά, και με άλλα που κάνει, και επίσης που δεν κάνει, ενώ θα έπρεπε να κάνει). Μ’ ενοχλεί πολύ, και έχει απάθεια ζώου. Γι’ αυτό κιόλας αποφάσισα να φύγω από το δωμάτιο αυτό».
«Ένα περίεργο πράγμα», είπε τότε η Ευρυδίκη. «Αυτά που είπατε για τη γριά αυτή, (εννοώ, ο τρόπος που σας φέρεται, και αυτή η απάθεια που λέτε), μου θυμίζουν την κυρία Σαμαρά –αν και η κυρία αυτή δεν είναι βέβαια γριά… Κάθε άλλο! Αυτή μάλιστα επιμένει να διαδίδει ότι είναι μικρότερη κι από μένα! Και να φανταστείτε ότι όταν αυτή ήταν σωστή γυναίκα, και σύχναζε, να μην πω πού, με τους διάφορους φίλους της, εγώ ήμουνα κοριτσάκι ακόμα, και τη σεβόμουνα… ». Αυτά τα είπε η Ευρυδίκη με μια δόση πικρής ειρωνείας στην έκφρασή της, ο δε Γιώργης αναγκάστηκε να πει στον εαυτό του: «Και τι σχέση έχουν όλα αυτά;» Αλλά από αβρότητα, της λέει:
«Ποια είναι η κυρία Σαμαρά; Μήπως λέτε αυτή που ο άντρας της είναι γενικός διευθυντής της χαρτοβιομηχανίας «Ο Κόνδωρ»;»  –ενώ ήξερε ότι τέτοια βιομηχανία δεν υπήρχε.
«Χαρτοβιομηχανία; Ποια χαρτοβιομηχανία; Δεν την ξέρετε, είναι μια μηδαμινότητα, μένει στο απέναντι σπίτι, (όπως ανεβαίνετε, αριστερά). Μπροστά μου παριστάνει τη φιλενάδα και κόβεται για μένα. Επί του προκειμένου, σας λέω ότι παίζει σπουδαίο ρόλο στο όνειρο που άρχισα να σας λέω –αν και στο όνειρο φαινόταν γερασμένη. Αλλά πώς-πώς να σας το περιγράψω με τρόπο που να το καταλάβετε», επέστρεψε στο θέμα με θεατρικότητα η Ευρυδίκη, και σμίγοντας τα φρύδια της απ’ την απελπισία: «Πού είχαμε σταματήσει;»
«Λέγατε ότι περπατούσατε στους δρόμους της Κηφισιάς».
«Α, ναι. Στους δρόμους, λοιπόν, αυτούς, τα πάντα χαμογελούσαν, όπως λέμε, κάτω από έναν ήλιο χαρούμενο, όπως αυτούς που είχανε τ’ αλφαβητάρια, τα δε λουλούδια ήταν σα χάρτινα, απ’ αυτά που πουλάνε στα πανηγύρια. Τα καταπράσινα φυλλαράκια τους, κατάστικτα από την πρωινή δροσιά, τα σάλευε το πρωινό αεράκι, αλλά κατά κάποιο ιδιόρρυθμο τρόπο, σαν οι μίσχοι τους να ήταν από σύρμα».
«Κατάλαβα, κατάλαβα», τη διέκοψε τότε αυτός, για να πάψει πλέον τους προλόγους.
«Λοιπόν», συνέχισε η Ευρυδίκη, συνοδεύοντας τα λόγια της με τις ανάλογες χειρονομίες, «εν πρώτοις, ένας κήπος, που, σύμφωνα με κάθε ένδειξη, δεν ήταν παρά ο δικός μας κήπος (θα σας πάω κατόπι να ιδείτε), αλλά ο οποίος ανήκε σε άλλους, με σκανδάλισε περισσότερο από κάθε άλλον. Σταμάτησα στη μέση του δρόμου, ξυπόλυτη όπως ήμουνα, και είπα απομέσα μου: Δεν κόβω μερικά απ’ τα κόκκινα αυτά λουλούδια; (Έμοιαζαν με υπερτροφικές μπιγκόνιες). Κανένας δεν πρόκειται να μ’ αντικρίσει. Με είχε καταλάβει μια φοβερή μανία να κλέψω οπωσδήποτε κάτι, και να το αισθανθώ ότι το έκλεψα. Το ξέρω, το ξέρω, θα πείτε ότι αυτό είναι χαρακτηριστικό των γυναικών, το διάβασα στα ειρωνικά σας μάτια όπως παίξανε…»
«Σας ορκίζομαι ότι όχι. Ούτε καν σκέφτηκα τέτοιο πράγμα», τη διαβεβαίωσε ο Γιώργης, έκπληκτος με τον απότομο τρόπο που έστρεψε τη συζήτηση σ’ αυτόν.
«Σας το είπα για να σας πειράξω», τον καθησύχασε η Ευρυδίκη, με την ανάλογη τσαχπινιά, που τον έκανε πολλά να υποθέσει. «Τελοσπάντων. Αυτά, λοιπόν, εσκέφτηκα. Σε μια στιγμή, όμως, λέω από μέσα μου: Ας υποθέσουμε ότι δε θα με ιδεί κανείς. Αλλά αν με ιδεί; Τότε τι γίνεται; Και μ’ αυτά τα λόγια, σα γάτα που παίρνει όλα τα προφυλακτικά μέτρα μέχρι που να είναι απόλυτα βέβαιη ότι ο ποντικός θα γίνει θύμα της, πλησίασα το φράχτη (ο δικός μας κήπος δεν έχει φράχτη· είναι περιμαντρωμένος με τοίχους όπως θα ιδείτε) –πλησίασα το φράχτη, και άρχισα με μανία να κόβω λουλούδια σχεδόν από τη βάση τους, μερικά μάλιστα τα ξερίζωσα. Όπως τα έκοβα, μου ράντιζαν το πρόσωπο και τα ρούχα με χώματα και δροσιά. Ξάφνου –προσέξτε –ξάφνου, όπως εξακολουθούσα να κόβω, εκτός εαυτού, για να μη με ιδούν, ακούω μία απαίσια γυναικεία φωνή, από κάπου ψηλά, να ξεφωνίζει με λύσσα: «Δεν ντρέπεσαι, που κόβεις λουλούδια από ξένον κήπο, παλιο-γύφτισσα; Φτου σου, πρόστυχη!» Έτσι ακριβώς είπε. Πω, πω, είπα απομέσα μου με ανατριχίλα: η κυρία Σαμαρά είναι! (Η κυρία Σαμαρά είναι αυτή που σας έλεγα προηγουμένως. Αυτή την εποχή βρίσκονται στο Λουτράκι. Είναι η πρώτη φορά που εμείς θα περάσουμε το καλοκαίρι μας εδώ). Κατατρομαγμένη –αφού και τώρα που σας το λέω μου έρχεται ανατριχίλα –ρίχνω τα λουλούδια καταγής, στρέφω το κεφάλι μου προς εκείνη την κατεύθυνση, και μέσα από τις ακτίνες ενός εκτυφλωτικού ήλιου, διακρίνω ψηλά (ήταν πολύ ψηλά, αφύσικο για σπίτι) διακρίνω ψηλά, σ’ ένα παράθυρο τη μορφή της, ωχρή σα χολεριασμένη από το θυμό. Ήταν αυτή, αλλά πολύ γερασμένη. Μ’ έπιασε τότε μια περίεργη αηδία και άρχισα να φτύνω, παρ’ όλο που είχε στεγνώσει το σάλιο μου. Πριν προφτάσω να ξεστομίσω την παραμικρή λέξη για να δικαιολογηθώ, έκλεισε με προσβλητικό πάταγο τα τζάμια της, και στάθηκε πίσω, αντικρίζοντας μ’ αδειανά μάτια το χάος ( δεν κοίταζε άλλο προς εμένα). Αλλά σας λέω: το θέαμα αυτού του τέρατος, πίσω από τα τζάμια, όπως πέφτανε απάνω της οι πρωινές σκιές, ουδέποτε θα το ξεχάσω!»
Μ’ αυτά τα λόγια τέλειωσε το όνειρο της η Ευρυδίκη. Ήταν αναψοκοκκινισμένη από το θυμό, και δύσκολα ανάσαινε. Ένα μυστήριο κυκλοφορούσε στην ατμόσφαιρα του ξαφνικά ήσυχου δωματίου, όπως συμβαίνει όταν ακούμε ιστορίες τέτοιου είδους να λέγονται με μια ορισμένη έμφαση. Ακόμη και τα έπιπλα του έδιναν την εντύπωση ότι συνωμοτούσαν με τίποτα σκοτεινές δυνάμεις.
«Τελειώσατε;» της είπε όταν συνήλθε.
«Μάλιστα, τελείωσα», είπε αυτή με ανήσυχα μάτια. Εξακολουθούσε να ζει το όνειρο.
«Μπορώ να πω κάτι γύρω από το όνειρό σας αυτό;»
«Ευχαρίστως», είπε η Ευρυδίκη με περιέργεια, και διόρθωσε τη θέση της στην πολυθρόνα. Ήταν περίεργη ν’ ακούσει.
«Με συγχωρείτε κιόλας, αλλά είστε βέβαιη πως δεν εφεύρατε την ιστορία αυτή –θέλω να το πω, το όνειρο –τη στιγμή που αρχίσατε να μου το διηγείσθε;».
«Μα τι λέτε τώρα. Αστειεύεστε; Πώς είναι δυνατόν… », διαμαρτυρήθηκε η Ευρυδίκη, τείνοντας το χέρι προς αυτόν, σαν να τον ικέτευε να την πιστέψει. Τότε αυτός, με μια μανία που τον έπιασε να την εντυπωσιάσει με τις γνώσεις του, άρχισε να της εξηγεί, με διδακτικό τρόπο, γιατί, και για ποιο λόγο υπέθεσε πως το όνειρό της μπορούσε, άθελά της, να το είχε ανασκευάσει τη στιγμή που το έλεγε και έφερε διάφορα παραδείγματα, πειστικά, που δυστυχώς δε θυμάμαι. Θυμάμαι πάντως τον τρόπο που μου περιέγραψε το χέρι της. Ότι δήθεν φορούσε έναν πράσινο σκαραβαίο για δαχτυλίδι, που της ερχόταν στενό στο δάχτυλο, και ότι γενικά, ολόκληρο το χέρι της, όπως φωτιζόταν από το ελάχιστο φως που εισχωρούσε από το παράθυρο, ήταν σαν από μάρμαρο, σιτεμένο από το χρόνο.
Σηκώθηκαν τότε για να πάνε να του δείξει το δωμάτιο που θα νοίκιαζε. Αυτό το σπίτι του μετέδωσε την αίσθηση πως ήταν πολύ μεγάλο για δυο μόνο άτομα, τον άντρα της και αυτήν, ότι είχε πολλά, και αναλόγως υπερβολικά ευρύχωρα, δωμάτια. Όπως τον οδηγούσε στο διάδρομο (μερικές από τις πόρτες είχαν μείνει ανοιχτές και άφηναν να μπαίνει μέσα η αντηλιά), δεν μπορούσε να φύγει απ’ το μυαλό του η ιδέα πως υπήρχε κάποιος, κάπου, σ’ ένα απ’ αυτά τα δωμάτια, που κρυφάκουγε, ή που περίμενε τη στιγμή να τον φωνάξουν. Ή, πάλι, καμιά γριά θεία της Ευρυδίκης, κατάκοιτη, που από στιγμή σε στιγμή θα ζητούσε συνδρομή για ν’ αλλάξει πλευρό, ή που θα φώναζε, ασθματικά και με θλίψη, «Ευρυδίκη, πες του κυρίου να έρθει μέσα... ». Τίποτα τέτοιο δε συνέβη. Μ’ ένα μειδίαμα στα χείλη, η Ευρυδίκη τον έμπασε σ’ ένα μίζερο, ερμητικά κλεισμένο δωμάτιο, που προς μεγάλη του απελπισία είχε την ίδια διαρρύθμιση και γεωγραφική θέση, με το δωμάτιο της οδού Ζωγράφου, με μόνη τη διαφορά πως το παράθυρο, αντί να κοιτάζει προς το νότο, κοίταζε προς το βορρά, πράγμα ολέθριο. (Για να δώσει έμφαση στα λόγια του, μου είπε πως όταν η Ευρυδίκη άνοιξε την πόρτα, ακούστηκε από το παράθυρο που είπα ένας ξαφνικός, και κατά κάποιον τρόπο «ελαστικός», πάταγος, που οφειλόταν δήθεν στον αέρα που συμπιέστηκε ξαφνικά, μια και, για μια στιγμή, δεν υπήρχε η παραμικρή διέξοδος για να ξέφευγε από πουθενά). Επέμεινε στο ότι το δωμάτιο αυτό είχε τις κακομοιριές και ελλείψεις του δωματίου της Ζωγράφου. Βρέθηκαν ξαφνικά στον κήπο της. Τότε η Ευρυδίκη του είπε: «Αυτός είναι ο κήπος που σας έλεγα. Καθώς βλέπετε, είναι τοίχος γύρω-γύρω. Πάντως, αν είχατε έρθει τον περασμένο Απρίλιο, ή έστω Μάιο, θα συμφωνούσατε, από το χρώμα των λουλουδιών, τη θέση που έχουν, κλπ., ότι ήταν κυριολεκτικά ο ίδιος με τον κήπο απ’ όπου έκλεψα τα άνθη, αν και ομολογώ ότι, επειδή το όνειρο δεν το είδατε κι εσείς, (πώς ήταν δυνατόν, άλλωστε!) σας είναι δύσκολο να εμβαθύνετε σ’ αυτά που λέω, κι αυτό επειδή, όπως καταλαβαίνετε, δεν πρόκειται παρά για εντελώς ρευστές, άπιαστες καταστάσεις».
«Το γεγονός είναι», είπε αυτός, ενώ το μάτι του είχε πέσει σε κάτι αγάλματα από πωρόλιθο, «ότι τότε μόνο θα συμφωνούσα μαζί σας, και θα συνέπιπτε οι εικόνες που σχηματίσατε εσείς να είναι οι ίδιες που σχημάτισα εγώ, σχετικά μ’ αυτό το όνειρο, αν το βλέπαμε και οι δύο ταυτόχρονα, όπως πολύ ορθά είπατε κι εσείς. Διαφορετικά, όσο και να προσπαθείτε να μου εξηγήσετε, όσο και να προσθέτετε στην αφήγησή σας λεπτομέρειες, χρώματα, καταστάσεις, παρα-καταστάσεις, κλπ., για να τονίσετε την εικόνα μήπως με προσηλυτίσετε, αντλώντας απ’ αυτό χαρά, τίποτα δεν κατορθώνετε. Εγώ, μέχρι ενός ορισμένου σημείου θα σας παρακολουθώ, και θα συγκινούμαι από την αφήγησή σας, βέβαια –αλλά πάνω στο βασικό σημείο, που είναι η απόλυτη ταύτιση των συγκινήσεών μας, θα μένω πολύ πίσω, αν όχι αδιάφορος. Φτάνω στο σημείο να σας πω, ότι ακόμα κι αν γινόταν να βλέπαμε το όνειρο μαζί, την ίδια στιγμή, και κάτω από τις ίδιες συνθήκες, πάλι αμφιβάλλω κατά πόσο θα το αντικρίζαμε με τα ίδια μάτια, και καταλαβαίνετε τους λόγους».
«Συμφωνώ μέχρι αφαντάστου σημείου», είπε με έξαψη ενθουσιασμού η Ευρυδίκη. «Μιλάτε αυτή τη στιγμή σα να μου κλέβετε τη σκέψη. Σας ορκίζομαι ότι ήθελα να τα πω κι εγώ αυτά, αλλά δεν ήξερα πώς να τα εκφράσω… ».
«Θα με πιστέψετε ότι κι εγώ έχω την ίδια αίσθηση, ότι μου κλέβετε τη σκέψη μου; Παρ’ όλο που σας βλέπω, και βλέπω ότι μου μιλάτε, νομίζω ότι τόσην ώρα που μιλάμε, μονολογώ με τον εαυτό μου… » είπε ο Γιώργης, ενώ το ενδιαφέρον του για τη συζήτηση αυτή άρχισε να φθίνει, με χαμηλή φωνή, και σε αρμονία με τη νηνεμία που επικρατούσε εκείνη την απογευματινή ώρα. Μου είπε ότι ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν από το θόρυβο που έκαναν τα πουλιά με τα φτερά τους, όπως προσπαθούσαν, με διάφορες συνεννοήσεις μεταξύ τους και συνθήματα, να βρουν το καταφύγιό τους στα φυλλώματα των δέντρων. Αλλά ακόμα και αυτός ο θόρυβος ήταν απόμακρος, και δεν έκανε τίποτ’ άλλο παρά να δίνει τονισμό στη σιωπή. Τόσο ήταν στο στοιχείο του, που αισθανόταν σα να είχε επιστρέψει από μακρινό ταξίδι, και να επιθεωρούσε τα υπάρχοντά του. Σκέφτηκε: «Για να περπατήσει κανείς μέσα σ’ αυτό τον κήπο, πρέπει ν’ ανοίξει δρόμο, μέσα από τις μυριάδες των διακλαδώσεων αυτών, με ματσέτες, απ’ αυτές που χρησιμοποιούνε οι εξερευνητές στις ζούγκλες της Αφρικής». Παρατήρησε ότι τα περισσότερα φυτά είχαν φρυγεί. Επικρατούσε σιωπή και ακινησία σε όλη αυτή τη μικροσκοπική ενδοχώρα –σιωπή και ακινησία, που δεν ήταν παρά φαινομενικές, γιατί, μια ορισμένη ώριμη οσμή γης που κυκλοφορούσε παντού, υποδηλούσε πως σπουδαιότατες επεξεργασίες έδιναν κι έπαιρναν αποπάνω, αλλά και κάτω από τη φρυγμένη επιφάνεια του εδάφους: κινήσεις, ζυμώσεις και ήχοι, που δύσκολα ακούγονταν με γυμνό αυτί, αλλά που και όμως δεν μπορεί παρά να υπήρχαν (παρατηρήσεις σωστές, κατά τη γνώμη μου). Αρκετά, όμως, απ’ αυτά τα φυτά –ανήκαν σε μια οικογένεια γιγάντων που βρίσκει κανείς παντού, αλλά που τα ονόματά τους είναι άγνωστα στους περισσότερους, μια και ούτε οσμή, ούτε παρουσιαστικό ωραίο έχουν –αρκετά απ’ αυτά είχαν πλέον υποκύψει στη θανάσιμη πνοή του μεσογειακού καλοκαιριού, αποστεωμένα σα σκελετοί, όπως τα δέντρα μετά τη μάχη του Μάρνη, σε μια φωτογραφία που του είχα δείξει. Μερικά άλλα, και συγκεκριμένα κάτι χνουδωτά, υδρόχαρα ερπετά, είχαν κατορθώσει να επιζήσουν, ευημερώντας, με αναίδεια, σ’ ένα έδαφος το οποίο, ο θάνατος των άλλων είχε καταστήσει γόνιμο. Υπήρχαν ακόμα κι άλλα που ζούσαν μια ερμαφρόδιτη ζωή, δοκιμάζοντας την αγωνία του θανάτου όσο διαρκούσε η μέρα, αλλά, αμέσως όταν ανακτούσαν τις αισθήσεις τους, με τις πρώτες σκιές της νύχτας, αντί να ευγνωμονούν την τύχη τους για το θάνατο που γλίτωσαν, διέπρατταν τα πιο απαίσια εγκλήματα –σπρώχνοντας τους άλλους με θράσος μέσα στη λύσσα τους να κορέσουν τη δίψα τους, καταδικάζοντας τους άλλους σε πραγματική ασφυξία με τις επεκτατικές τους τάσεις, και γενικά ζώντας εις βάρος των άλλων επί μία ολόκληρη νύχτα, κάθε νύχτα. Μου άρεσε η εικόνα που μου έδωσε ενός γάτου, που κυκλοφορούσε μέσα από τις διακλαδώσεις αυτές, αμέριμνος, σαν κανένα λιοντάρι σμικρυμένο στις διαστάσεις αυτού του μικρόκοσμου.
Μ’ έναν ενστικτώδη τρόπο, εγύρισαν και οι δυο τις πλάτες τους προς τον κήπο –η παρουσία της Ευρυδίκης είχε αρχίσει να του γίνεται αισθητή πάλι –και βρέθηκαν σ’ ένα δωμάτιο, διαφορετικό απ’ αυτό από το οποίο είχανε περάσει για να βγούνε στον κήπο. Το δωμάτιο αυτό ήταν βυθισμένο σ’ ένα χρώμα ωχρό, αν και οι ακτίνες του ήλιου όπως έδυε εκείνη τη στιγμή, «ήταν κάθε άλλο παρά ασθενικές στην πραγματικότητα, γιατί απλούστατα, όπως έρχονταν απ’ τη δύση, οριζόντια, επόμενο ήταν να χάσουν ένταση, όπως η σφαίρα ενός πιστολιού. πειθαρχώντας σε ορισμένους απαράβατους νόμους της φύσης». Η Ευρυδίκη έσυρε, προς μεγάλη του ανακούφιση, μια κουρτίνα, και άναψε τα φώτα. Είχε αρχίσει να του λέει κάτι, όταν θόρυβος από μία πόρτα, που άνοιξε και έκλεισε έπειτα με πάταγο, ακούστηκε από μέσα.
«Ο άντρας μου είναι», του λέει η Ευρυδίκη με ανία, και κοιτάζοντας το ρολόι της. Η προοπτική του ότι θα συναντούσε τον άντρα της στο ίδιο του το σπίτι, κάτω από τέτοιες συνθήκες, του έφερνε τουλάχιστο τη ναυτία. Σα για να χειροτερέψει η κατάσταση, η Ευρυδίκη έσκυψε προς τ’ αυτί του, με κάποια ενοχή, για να ψιθυρίσει κάτι, αλλά δεν πρόφτασε, και τράβηξε το κεφάλι της πίσω. Κυρίαρχος του σπιτιού του, ο άντρας της, ένα άτομο σκοτεινό, που οι χώροι των ματιών του ήταν σα να φορούσε μαύρα γυαλιά, έμπαινε στο δωμάτιο με την έκφραση του ανθρώπου που δεν περιμένει να βρει ξένους στο σπίτι του.
«Από δω ο ποιητής κ… Ο καινούργιος ένοικος του δωματίου του κήπου», είπε η Ευρυδίκη στον άντρα της με μια δεσποτική ματιά που δεν ήταν παρά πρόσχημα, πίσω από το οποίο κρυβόταν η ενοχή της. Ο Γιώργης αισθάνθηκε αμέσως να συμμετέχει στην ενοχή αυτή, συν το γεγονός ότι, με το να τον αποκαλέσει ποιητή, τον καταβαράθρωνε μπροστά στα όμματα του άντρα της. Ήδη, στη μορφή του διέκρινε τα ίχνη του περίγελου.
«Χαίρω πολύ, χαίρω πολύ», είπε καταδεχτικά ο άντρας της, σαν να προσπαθούσε να εξιλεωθεί για τις υποτιμητικές σκέψεις που είχε κάνει γι’ αυτόν.
«Χαίρω πολύ, κύριε», είπε ο Γιώργης, σχεδόν ταυτόχρονα. «Το ομολογώ πως έγινα βάρος στην κυρία σας ολόκληρο τ’ απόγιομα. Σας ζητάω συγγνώμη. Και σεις, κυρία μου, με συγχωρείτε πολύ… » –ώστε να του διαλύσει κάθε υποψία. 
«Αυτά είναι ανοησίες. Ίσα-ίσα που με διασκέδασε η παρουσία σας αφάνταστα», έσπευσε να πει η Ευρυδίκη, ρίχνοντας, από ενός ύψους που εξακολουθούσε να διατηρεί αδιάντροπα, μια περιφρονητική ματιά στον άντρα της, ο οποίος, όπως παρατήρησε με ντροπή ο Γιώργης, στεκόταν ανέκφραστος και αδρανής, σαν να τους κατασκόπευε από μακρινή απόσταση, χωρίς να έχει το σθένος να επέμβει.
«Τότε γιατί μου είπατε, όταν είμαστε ακόμα στην πόρτα, και εγώ ήμουνα μισόγυμνη, πως η παρουσία μου σας έφερνε ένα σωρό επιθυμίες, και ότι, αν δε με ξέρατε σαν καλή φίλη, θα κάνατε τη μεγαλύτερη τρέλα μαζί μου;»  –συνέχισε η Ευρυδίκη, στρεφόμενη προς το Γιώργη με εκδικητικό ύφος.
«Εγώ σας είπα τέτοιο πράγμα; Τι λέτε τώρα;» προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί αυτός. Αλλά το έκρινε μάταιο να συνεχίσει, γιατί αυτή είχε πλέον αφηνιάσει, και περίμενε με κακεντρέχεια να απαντήσει στα επιχειρήματά του με αμείλικτα χτυπήματα.
Ευτυχώς που, με ένα απολογητικό μειδίαμα, ο άντρας της Ευρυδίκης αποχωρούσε φρονίμως από το δωμάτιο, σα να ήθελε να του πει: «Λυπάμαι που στενοχωρηθήκατε, αλλά θα παραδεχτείτε ότι το φταίξιμο δεν ήταν δικό μου. Θα ήθελα να σας το πω αυτό και με λόγια, αλλά θα χειροτέρευα τη θέση σας. Το καλλίτερο που έχω να κάνω είναι να φύγω αμέσως».
Δεν πρόφτασε να φύγει, και η Ευρυδίκη άρχισε να γελάει με σαρκασμό, ενώ μέσα από τα γέλια της του έκανε νοήματα, που τον καθησύχασαν αμέσως, αλλά και τον αηδίασαν συγχρόνως, ότι αυτά τα περί πόρτας τα είχε πει για να γελοιοποιήσει τον άντρα της…
Στο σημείο αυτό ακούστηκαν τα χτυπήματα τα δικά μου, που του έκοψαν το ενύπνιο στη μέση. Από το ένα μέρος, λυπήθηκε κατάκαρδα που έμεινε η υπόθεση έτσι, χωρίς να ιδεί τι θα μεσολαβούσε μετά, αλλά μου ομολόγησε πως σε τελευταία ανάλυση ήταν ευχαριστημένος που βρέθηκα εγώ, κι έτσι του δόθηκε η ευκαιρία ν’ αναπαραστήσει το ενύπνιο, προτού το αφήσει για άλλοτε, και το ξεχάσει.    
ΝΙΚΟΣ ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου