Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

Κολώνα του σπιτιού

του Σοφοκλή Ρόκου

Άργησε να σηκωθεί σήμερα κι έπρεπε να του ετοιμάσει το πρωινό του στην ώρα του. Ποιος τον άκουγε έτσι και ξυπνούσε και δεν ήταν όλα έτοιμα. Εχτές που την είχε πάρει ο ύπνος έφτασε να ξυπνήσει εκείνος κι αυτή να μην έχει ακόμη σηκωθεί, τότε κι εκείνος άρχισε να μουγκρίζει δυνατά και να χειρονομεί με τα δάχτυλα και να κοπανάει τα κάγκελα του κρεβατιού του και όταν τελικά εκείνη σηκώθηκε και είδε τα μάτια του τα πεταμένα έξω φοβήθηκε πως θα πάθαινε κι άλλο εγκεφαλικό που θα τον αποτέλειωνε πια. Άσε που θα τον άκουγε κι η γειτονιά έτσι που μούγκριζε, τι θα ‘λεγαν οι άνθρωποι, ότι δεν τον φροντίζει αρκετά. Κι όμως εκείνη δέκα χρόνια τώρα στρατιωτάκι υπάκουο στα μουγκρητά του, κάθε του νεύμα και διαταγή, πετάγεται ακόμη και τη νύχτα από τον καναπέ της- κρεβάτι δεν αξιώθηκε το σώμα της από τότε που αρρώστησε εκείνος, μην τύχει και την πάρει βαριά ο ύπνος και κάτι του συμβεί και δεν τον συντρέξει. Τον είχε όμως πεντακάθαρο, όλοι το ‘λεγαν μοσχομύριζε το απολειφάδι του και μερικές μέρες από την πάστρα και την περιποίηση τα μάτια του άστραφταν και κάτι σα χαμόγελο σχηματιζόταν στα χείλη του, τρόμαζαν οι παρευρισκόμενοι, ας μη χαμογελούσε καλύτερα. Πάντως εκείνην την παίνευαν, εσύ-τον-κρατάς-στη-ζωή-κυρά-Βούλα και άλλες-στη-θέση-σου-θα-‘παίρναν-μια-νοσοκόμα-και-θα-ξεμπέρδευαν, καμάρωνε μέσα της κι ας ήταν αγράμματη και δεν την ήθελαν οι δικοί του, γιατί τού ‘πεφτε φτωχιά και παρακατιανή και πολύ μικρότερή του, τότε του ‘λεγαν ότι θα του τα φοράει, τους τα βούλωσε τώρα τα στόματα. Μερικές φορές τα βράδια καθόταν και τον χάζευε, κάτασπρος σα χάρτινος της φαινόταν , το χαρτί όπου έγραψε όλη της τη ζωή, παιδιά δεν έκαναν, μια φορά που κατάφερε να την γκαστρώσει, το ‘χάσαν, αδύναμη σύλληψη είχε πει ο γιατρός, δεν ήταν για να ζήσει το μωρό, της αγόρασε το διαμέρισμα εκείνη τη χρονιά, ας είναι καλά ο καημένος, την εξασφάλισε. Περνούσαν ήσυχα οι δυο τους, πριν αρρωστήσει, δεν έβγαιναν σχεδόν ποτέ, εξόν σε καμιάν επίσκεψη και στην εκκλησία τις Κυριακές, αυτό εξ άπαντος. Κάποτε του είχε ζητήσει να την αφήσει να μάθει να οδηγεί, να της πάρει κι ένα μικρό αυτοκινητάκι να πηγαίνουν καμιά βόλτα τις Κυριακές, μετά την εκκλησία, το αρνήθηκε εκείνος επίμονα, έτσι όπως οδηγούν στις μέρες μας οι άνθρωποι θα τους σκότωναν σίγουρα ή θα τους σακάτευαν και θα ‘μεναν για πάντα στο κρεβάτι, άσε καλύτερα, φύλαγε τα ρούχα σου να ‘χεις τα μισά. Δεν πρόφτασε κουβέντα να της πει τη νύχτα του εγκεφαλικού, από μόνη της τον είχε εκείνη έννοια, σαν κάποιο χέρι να τη σκούντησε, σήκω ο Νίκος δεν είναι καλά, είχε πεταχτεί θυμάται απ’ τον ύπνο, του έσωσε τη ζωή, και των δυο τους έσωσε τη ζωή. Δεν ξεμύτησε ούτε εκείνη από τότε απ’ το σπίτι, κάποτε που του ‘φεραν οι συγγενείς του μια νοσοκόμα και τον άφησε μαζί της για να πάει λαϊκή, έκλαιγε και μούγκριζε τόσο εκείνος, που η νοσοκόμα τον παράτησε και τη γύρευε στους πάγκους με τα λαχανικά. Δεν τον ξανάφησε πια. Άναψε το μικρό ματάκι της κουζίνας, έβαλε πάνω το μπρίκι, να φτιάξει πρώτα καφέ για την ίδια κι έπειτα να ζεστάνει το γάλα του, έσουρε τις παντόφλες της ως το μπάνιο, κάθισε στη λεκάνη μ’ ανοιχτή την πόρτα, μην ξυπνήσει και δεν τον ακούσει. Δεν ακουγόταν ακόμη, θα τα ετοίμαζε όλα πρώτα, το γάλα, τις φρυγανιές και το χυμό, μετά θα πήγαινε στο δωμάτιό του, μην τον ενοχλήσει πριν την ώρα του, δε θα ‘ταν ακόμη οχτώ, αυτός ήταν ακριβής, πάντα στην ώρα του ξύπναγε. Η ματιά της έπεσε στο ρολόι του τοίχου, δέκα και μισή, αν είναι δυνατόν, η καρδιά της πήγε να σπάσει, Θεέ μου παρακοιμήθηκε, τι ‘ταν και τούτο πάλι, τρόμαξε, τα πόδια της σα να πάγωσαν κι αμέσως μετά να ‘λιωσαν। Σηκώθηκε από την λεκάνη τρέμοντας, ανέβασε τα βρακιά της όπως-όπως, θολωμένο το κεφάλι, σκουντούφλησε στην πόρτα της κάμαράς του, τα κατάφερε μπήκε, όρμησε στο κρεβάτι του, τον έπιασε από το γιακά τον πεντακάθαρο της πυτζάμας του Νίκο-μίλα-μου-Νίκο-μου-άντρα-μου-κολώνα-μου.

1 σχόλιο: