του Νίκου Ξένιου
Στην εξοχή ο ύπνος είναι βαρύς. Εκείνο το βράδυ όμως είδα εφιάλτη. Περπατώντας με τα πολλά του ποδαράκια ήλθε ο ήρωας της Μεταμόρφωσης του Κάφκα στον ύπνο μου και με τη δική του φωνή μούδωσε να καταλάβω. Όλος ο ανθρώπινος πολιτισμός, μού είπε, είναι προέκταση του χεριού. Του χεριού και όχι του ποδιού. Ήξερα πως είναι εφιάλτης, αλλά με μιαν αντίληψη, σαν να είχα πάρει ναρκωτικά. Ίσως το γεύμα που ο Γκριγκόρι Σάμσα ζητούσε να του παραθέσω νάταν αρκετό για να με αλυσοδέσουν, κι ας τον είχα απομονώσει σ’ένα σταύλο της Ιωλκού, έξω από το Βόλο. Το χέρι διαφοροποιεί τον άνθρωπο από το ζώο, καθορίζει την κατασκευή των εργαλείων του, το ποιόν της διατροφής του, συνέχισε να λέει ο Γκριγκόρι σπώντας θραύσματα τις λέξεις. Κι έχανε τη στερεότητά της η φράση σαν παξιμάδι μουλιασμένο, υγραινόταν το σιχαμένο αυτό ηχείο ανατριχιάζοντας ταυτόχρονα σύσσωμο κι αποκαλύπτοντας τον εσωτερικό κοιλιακό του χώρο, τόσο τρωτό και συνάμα τόσο μυώδη.
Ο τσέχος σκαθαροζούμης με κοιτούσε με απέχθεια. Μέσα από τους απερίγραπτους βόθρους και τα κανάλια των πόλεων είχε περάσει στα αστικά σαλόνια της λογοτεχνίας και μετά είχε ξαναγυρίσει στο φυσικό του περιβάλλον. Προσκρούοντας, ένα αιώνα τώρα, σε αιχμηρά αντικείμενα έχανε κομμάτια του κριτσανιστού του κορμιού από δω κι από κει. Σίχαμα! Όμως θεραπευόταν κάθε πληγή του με μια ταχύτητα πρωτοφανή. Το τι έτρωγε να μην το θίξω καλύτερα. Οι γαστριμαργικές μου συνήθειες των τελευταίων εκατό χρόνων...προσπαθούσε να μου πει, αλλά εγώ δεν τον άφηνα, γιατί όπως και να το κάνουμε είχα συνηθίσει το πρωϊνό μου να είναι απολαυστικό, να τέρπει τον ουρανίσκο, κι αυτός ήταν τόσο, τόσο...πώς να το πω;
Για όσην ώρα τον κρατούσα εκεί απέναντί μου, ούτε δευτερόλεπτο δεν μου πέρασε η ιδέα πως πρόκειται για ήρωα του Μπάροουζ ή του Κάφκα. Και τι να λέμε τώρα, ποιος δεν τάχει σκεφτεί αυτά, ουδεμία σχέση με το είδος του, που ως γνωστόν επιβιώνει στις πιο αντίξοες συνθήκες. Δεν είχα φροντίσει, όπως θάκανε κάθε καλός οικοδεσπότης, να προμηθευτώ τα κατάλληλα για την περίπτωσή του εδέσματα. Μέσα σε μισή ώρα μου είχε παραθέσει ένα κατάλογο τέτοιων εδεσμάτων, γιατί όσο θα καταβρόχθιζα βουλιμικά το δικό μου πρόγευμα αυτός δεν θα ζήλευε ούτε θα πεινούσε. Θα πρέπει νάτρωγε μόνο χόρτα, άν είναι δυνατόν. Έπαιζε βιολί με μια κεραία του πάνω στις διάφανες καφετιές φτερούγες του και τραγουδούσε: «La cucaracha, la cucaracha…» Η λογική του εφιάλτη. Πρασινάδες και πράσινα άλογα. Και χόρτα. Εκτός ορίων πολιτισμού.
Πώς άντεξα τις διηγήσεις του για την Πράγα στην εποχή της αποθέωσης της γραφειοκρατίας, διαδηλώσεις, χέρια με κλόμπς, και να λέει οι ολοκληρωτικές κυβερνήσεις είχαν προβλέψει για μας. Μόνο τα κλίματα των περιοχών όπου έστελναν τους πολιτικούς εξορίστους δεν μας ευνοούσαν. Τον κοιτούσα με βδελυγμία αλλ’ αυτό κατά περίεργο τρόπο δεν τον προσέβαλλε, όπως δεν τον προσέβαλλε η αντίδραση της ίδιας του της μάνας τότε. Πιάνοντας τη σκέψη μου σχολίασε Τι ξέρουν οι επαρχιώτες από υγρασία; Άλλο να μου το λέει και άλλο να το βλέπω το κλίμα σ’αυτή τη σκοτεινή πολιτεία, τριάντα χρόνια αργότερα στο υπέδαφος του Βερολίνου και στο δίκτυο υπονόμων του Παρισιού κι έπειτα εδώ κάτω, στη Μεσόγειο. Μα εγώ είχα κολλήσει στην απορία πώς της βάσταξε της μάνας του να του φερθεί έτσι. Παιδί της ήσουν στο κάτω κάτω!
Ξάφνου έστρεψε όλο το κορμί του του αστακού κινώντας ταυτόχρονα όλα τα ποδαράκια προς τα πίσω και τεντώνοντας τις κεραίες του. Με κοίταξε πλάγια Ό,τι πετάξεις πέταξες, κι έκανε στο χώρο τον ήχο που κάνει ένα πουλί μέσα σε στενόχωρο κλουβί που φοβάται μην πιαστούν τα νύχια του και κρεμαστεί στα κάγκελα, έπειτα κατρακύλησε με εκπληκτική ταχύτητα στην οροφή κι άρχισε από ψηλά να πλέκει εγκώμια για τους οχετούς και τις σωληνώσεις. Το μικρό δωμάτιο που χρησίμευε σαν σταύλος αντήχησε από τα λόγια του όπως μου τα εκσφενδόνιζε από ψηλά, κοιτώντας με ανάποδα: Ό,τι πετάξεις πέταξες πετάνε τα πιο σημαντικά! βιβλία κι εφημερίδες με πρωτοσέλιδα το κόκκινο μελάνι το πετάνε το κόκκινο. Το κόκκινο! στρίγκλισε φουρφουρίζοντας τις προτιμήσεις του, ενώ στριμωχνόταν και χωρούσε το καφετί ελαστικό κορμί στη χαραμάδα πάνω από τον εξαεριστήρα και πάει, έγινε άφαντος.
Ξυπνώντας από τον εφιάλτη με το αρθρόποδο της κεντρικής Ευρώπης σκέφτηκα: -Δεν είναι θέμα ύπαρξης ή μη πολιτισμού. Ούτε τίνος πολιτισμού. Τέλος, δεν αφορά κάν τη σύγκρουση Φύσης και Πολιτισμού!
Όπως σηκωνόμουν, κουτούλησα κατά λάθος στην πόρτα της παλιάς ντουλάπας με τον καθρέφτη, που ήταν παρατημένη μισάνοιχτη. Φοβόμουν ν’ αντικρύσω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Όπως έγερνε κι έκλεινε η πόρτα προς στιγμήν ανακουφίστηκα γιατί είδα το μούσι μου, τα χείλη μου και το δεξί μου μάτι. Απαράλλακτα. Πήγα να συνέλθω να σκεφτώ Ευτυχώς , αλλά όχι. Δεν πρόλαβε να γείρει κι άλλο το φύλλο της ντουλάπας και με οδύνη
(Πώς η μνήμη μου σβύστηκε γαμώτο μες στον ύπνο!)
με οδύνη αντίκρυσα τη χαίτη, άκουσα το ποδοβολητό και όπως έκλεινε η ντουλάπα καθρεφτίστηκε η αλογίσια μου ουρά να κυματίζει σφηνωμένη στα τεράστια καπούλια μου,είδα και το χλωρό σανό πεταμένο στο δάπεδο, Θεέ μου , χλιμίντρισα και θυμήθηκα
Από την εποχή που οι αστικοί μύθοι δεν επαρκούν πια
είμαι και πάλι Κένταυρος.
Ο τσέχος σκαθαροζούμης με κοιτούσε με απέχθεια. Μέσα από τους απερίγραπτους βόθρους και τα κανάλια των πόλεων είχε περάσει στα αστικά σαλόνια της λογοτεχνίας και μετά είχε ξαναγυρίσει στο φυσικό του περιβάλλον. Προσκρούοντας, ένα αιώνα τώρα, σε αιχμηρά αντικείμενα έχανε κομμάτια του κριτσανιστού του κορμιού από δω κι από κει. Σίχαμα! Όμως θεραπευόταν κάθε πληγή του με μια ταχύτητα πρωτοφανή. Το τι έτρωγε να μην το θίξω καλύτερα. Οι γαστριμαργικές μου συνήθειες των τελευταίων εκατό χρόνων...προσπαθούσε να μου πει, αλλά εγώ δεν τον άφηνα, γιατί όπως και να το κάνουμε είχα συνηθίσει το πρωϊνό μου να είναι απολαυστικό, να τέρπει τον ουρανίσκο, κι αυτός ήταν τόσο, τόσο...πώς να το πω;
Για όσην ώρα τον κρατούσα εκεί απέναντί μου, ούτε δευτερόλεπτο δεν μου πέρασε η ιδέα πως πρόκειται για ήρωα του Μπάροουζ ή του Κάφκα. Και τι να λέμε τώρα, ποιος δεν τάχει σκεφτεί αυτά, ουδεμία σχέση με το είδος του, που ως γνωστόν επιβιώνει στις πιο αντίξοες συνθήκες. Δεν είχα φροντίσει, όπως θάκανε κάθε καλός οικοδεσπότης, να προμηθευτώ τα κατάλληλα για την περίπτωσή του εδέσματα. Μέσα σε μισή ώρα μου είχε παραθέσει ένα κατάλογο τέτοιων εδεσμάτων, γιατί όσο θα καταβρόχθιζα βουλιμικά το δικό μου πρόγευμα αυτός δεν θα ζήλευε ούτε θα πεινούσε. Θα πρέπει νάτρωγε μόνο χόρτα, άν είναι δυνατόν. Έπαιζε βιολί με μια κεραία του πάνω στις διάφανες καφετιές φτερούγες του και τραγουδούσε: «La cucaracha, la cucaracha…» Η λογική του εφιάλτη. Πρασινάδες και πράσινα άλογα. Και χόρτα. Εκτός ορίων πολιτισμού.
Πώς άντεξα τις διηγήσεις του για την Πράγα στην εποχή της αποθέωσης της γραφειοκρατίας, διαδηλώσεις, χέρια με κλόμπς, και να λέει οι ολοκληρωτικές κυβερνήσεις είχαν προβλέψει για μας. Μόνο τα κλίματα των περιοχών όπου έστελναν τους πολιτικούς εξορίστους δεν μας ευνοούσαν. Τον κοιτούσα με βδελυγμία αλλ’ αυτό κατά περίεργο τρόπο δεν τον προσέβαλλε, όπως δεν τον προσέβαλλε η αντίδραση της ίδιας του της μάνας τότε. Πιάνοντας τη σκέψη μου σχολίασε Τι ξέρουν οι επαρχιώτες από υγρασία; Άλλο να μου το λέει και άλλο να το βλέπω το κλίμα σ’αυτή τη σκοτεινή πολιτεία, τριάντα χρόνια αργότερα στο υπέδαφος του Βερολίνου και στο δίκτυο υπονόμων του Παρισιού κι έπειτα εδώ κάτω, στη Μεσόγειο. Μα εγώ είχα κολλήσει στην απορία πώς της βάσταξε της μάνας του να του φερθεί έτσι. Παιδί της ήσουν στο κάτω κάτω!
Ξάφνου έστρεψε όλο το κορμί του του αστακού κινώντας ταυτόχρονα όλα τα ποδαράκια προς τα πίσω και τεντώνοντας τις κεραίες του. Με κοίταξε πλάγια Ό,τι πετάξεις πέταξες, κι έκανε στο χώρο τον ήχο που κάνει ένα πουλί μέσα σε στενόχωρο κλουβί που φοβάται μην πιαστούν τα νύχια του και κρεμαστεί στα κάγκελα, έπειτα κατρακύλησε με εκπληκτική ταχύτητα στην οροφή κι άρχισε από ψηλά να πλέκει εγκώμια για τους οχετούς και τις σωληνώσεις. Το μικρό δωμάτιο που χρησίμευε σαν σταύλος αντήχησε από τα λόγια του όπως μου τα εκσφενδόνιζε από ψηλά, κοιτώντας με ανάποδα: Ό,τι πετάξεις πέταξες πετάνε τα πιο σημαντικά! βιβλία κι εφημερίδες με πρωτοσέλιδα το κόκκινο μελάνι το πετάνε το κόκκινο. Το κόκκινο! στρίγκλισε φουρφουρίζοντας τις προτιμήσεις του, ενώ στριμωχνόταν και χωρούσε το καφετί ελαστικό κορμί στη χαραμάδα πάνω από τον εξαεριστήρα και πάει, έγινε άφαντος.
Ξυπνώντας από τον εφιάλτη με το αρθρόποδο της κεντρικής Ευρώπης σκέφτηκα: -Δεν είναι θέμα ύπαρξης ή μη πολιτισμού. Ούτε τίνος πολιτισμού. Τέλος, δεν αφορά κάν τη σύγκρουση Φύσης και Πολιτισμού!
Όπως σηκωνόμουν, κουτούλησα κατά λάθος στην πόρτα της παλιάς ντουλάπας με τον καθρέφτη, που ήταν παρατημένη μισάνοιχτη. Φοβόμουν ν’ αντικρύσω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Όπως έγερνε κι έκλεινε η πόρτα προς στιγμήν ανακουφίστηκα γιατί είδα το μούσι μου, τα χείλη μου και το δεξί μου μάτι. Απαράλλακτα. Πήγα να συνέλθω να σκεφτώ Ευτυχώς , αλλά όχι. Δεν πρόλαβε να γείρει κι άλλο το φύλλο της ντουλάπας και με οδύνη
(Πώς η μνήμη μου σβύστηκε γαμώτο μες στον ύπνο!)
με οδύνη αντίκρυσα τη χαίτη, άκουσα το ποδοβολητό και όπως έκλεινε η ντουλάπα καθρεφτίστηκε η αλογίσια μου ουρά να κυματίζει σφηνωμένη στα τεράστια καπούλια μου,είδα και το χλωρό σανό πεταμένο στο δάπεδο, Θεέ μου , χλιμίντρισα και θυμήθηκα
Από την εποχή που οι αστικοί μύθοι δεν επαρκούν πια
είμαι και πάλι Κένταυρος.
(Όταν πρωτόγραψα αυτή την ιστορία την προόριζα για άσκηση λόγου: το ζήτημα ήταν να ξεκινήσει κανείς από τη ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ του Κάφκα και να γράψει κάτι παραπέρα. Το θέμα και το ύφος του κειμένου ξένισαν την ομάδα. Ανεξάρτητα από το βαθμό κατανόησης ή τη συναισθηματική μέθεξη στα τεκταινόμενα, όλοι είχαν την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα κείμενο αντιπροσωπευτικό του στυλ μου. Προσωπικά θεωρώ ότι εκφράζει απλώς ένα συμβολικό στυλ που κατά καιρούς υιοθετώ. Επίσης, το θεωρώ δύσκολο κείμενο. Με λίγα λόγια, δεν θα το πρότεινα στον ανυποψίαστο αναγνώστη. Όλα αυτά όμως δεν είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι συνιστούν αρετές για τη συγγραφή ενός διηγήματος. Ωστόσο, το αγαπώ αυτό το κείμενο, γι' αυτό και το έβαλα πρώτο στη συλλογή διηγημάτων μου "Το Άχτι", που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Φαρφουλάς".)