Την δεύτερη φορά που τον είδε του έβαλε στο χέρι ένα σακουλάκι με μαυρομάτικα φασόλια. «Κάναμε μαύρα μάτια να σε δούμε», του είπε και εξαφανίστηκε στο διάδρομο, ενώ εκείνος αναρωτήθηκε αν είναι στα καλά της. Μετά που το ξανασκέφτηκε όμως, κατέληξε πως του άρεσε αυτό το αλλοπρόσαλο πλησίασμα, μάλιστα άρχισε να το αναπωλεί και να βρίσκει μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερα χαρίσματα στην παράξενη κίνησή της.
Μία φορά την είχε δει όλη και όλη και αυτό σε παρέα συναδέλφων. Είχαν ανταλλάξει δυο κουβέντες για την πορεία της εταιρείας και άλλα βαρετά και ασήμαντα και είχαν αφήσει μια υπόσχεση στον αέρα να πάνε σινεμά. Εκείνη το είχε προτείνει, αυτός το είχε αφήσει να πλανάται. Το ξέχασε από τότε, δεν του γέμισε το μάτι πολύ, κάτι υπήρχε στον τρόπο που μιλούσε και στο σώμα της που τον είχε απωθήσει, δεν ήξερε όμως τι.
Τώρα του έκανε παιχνίδια και του πέταγε ατάκες. Την είδε μετά από μέρες στην είσοδο της εταιρείας και της έριξε στο χαλαρό να πάνε μετά τη δουλειά στην απέναντι καφετέρια στην Κηφισίας, «έτσι για καφέ σαν συνάδελφοι», της τόνισε. Εκείνη δέχθηκε με χαρά παιδιού και μάλιστα την πρόσεξε που έφυγε νωρίτερα από το ωράριό τους και ξαναγύρισε λίγο πριν τη λήξη της βάρδιας της φορώντας διαφορετικό φόρεμα απ΄το πρωινό. Τον χάλασε λιγάκι αυτή η κίνησή της, αλλά δεν μπορούσε πάλι να εξηγήσει γιατί.
Κάθισαν σε ένα στρογγυλό σιδερένιο τραπεζάκι που ό,τι ακουμπούσαν πάνω του παρήγαγε ένα εκκωφαντικό τενεκεδένιο θόρυβο. Μετά από λίγο εκείνος προσάρμοσε τις κινήσεις του ακουμπώντας μαλακά τον ζίπο και το ποτήρι του, ενώ εκείνη χειρονομούσε και τα άφηνε όλα να βαράνε στον τζίγκο. Πιο πολύ τον εκνεύρισε το βραχιόλι της που σερνόταν στο τραπέζι σαν βαριά αλυσίδα, του θύμισε γρανάζι μηχανής.
Εκείνη του ανέφερε πως δούλευε για χρόνια στο μαγειρείο του πατέρα της στα Κάτω Πετράλωνα, του είπε πως άρχισε από νωρίς να αναγουλιάζει με τις μυρωδιές του κρέατος και του ψαριού και βρήκε παρηγοριά στα όσπρια.
Έβγαλε μάλιστα και μερικές φακές από την τσέπη της και τις έριξε στο τραπέζι σχηματίζοντας κάτι που επέμενε πως έμοιαζε με άνδρα και γυναίκα.
«Τα όσπρια είναι έξυπνα», συμπλήρωσε «και σκληρόπετσα, θέλουν ώρα να τα βράσεις και θέλουν και νερό από το βράδυ για να τα κάνεις του χεριού σου».
Του είπε ακόμα πως έχει πάντα μαζί της μερικά γιατί μπορούσαν να τις φανουν χρήσιμα: να την βγάλουν για παράδειγμα από την δύσκολη θέση να μαγειρέψει για κάποιον απρόσμενα αλλά και να χρειαστεί να υπερασπίσει τον εαυτό της από κάποιον ανώμαλο, όπως είπε, με γουρλωμένα μάτια: «Γίνονται εργαλείο εγκλήματος αν τα εκσφενδονίσεις στo πρόσωπο»!
Μετά του μίλησε για το ζευγάρι. Υπήρχε ένα ζευγάρι που ερχόταν στο μαγειρείο τους κάθε Πέμπτη. Αυτοί έφτιαχναν είπε πολλά σχέδια από όσπρια και όταν τους είχε ρωτήσει γιατί το έκαναν, της είχαν απαντήσει πως τα όσπρια είναι σπόροι καλοί και κάνουν για πολλά πράγματα. Μετά δεν τους ξαναείδε αλλά έμαθε πως η γυναίκα είχε κάνει μια τεράστια κοιλιά και περπάταγε αγκομαχώντας. Δεν είχε καταλάβει αν περίμενε παιδί ή αν είχε απλά παχύνει πολύ. Εκείνη δεν ήθελε ποτέ να κάνει μια τόσο μεγάλη κοιλιά, είπε ψιθυριστά, ενώ έπιασε και τέντωσε το στομάχι της μέσα από το φαρδύ της φόρεμα. Εντωμεταξύ συμπλήρωσε, έκλεισε το μαγειρείο γιατί πέθανε ο μπαμπάς.
Εκείνος δεν μιλούσε, είχε την περισσότερη ώρα κατεβασμένο το κεφάλι του, είχε κολλήσει στις φακές που ήταν απλωμένες στο τραπέζι και προσπαθούσε να δει αν πραγματικά σχημάτιζαν κάποιο ζευγάρι. Όταν εκείνη τελείωσε την διήγησή της, έβαλε το δαχτυλό του μέσα στο σωρό τις φακές και τον ανακάτεψε. Το μετάνοιωσε που της το χάλασε αλλά ήταν αργά, δεν την κοίταξε για να μην δει το βλέμμα της παρά μόνο της είπε να φύγουν γιατί θα ξαναγύριζε στο γραφείο για κάτι τάχα επείγον.
Την επόμενη μέρα βρήκε στο γραφείο του ένα μικρό ανθισμένο κεσεδάκι γιαουρτιού σαν αυτά που φτιάχνουν τα παιδιά.
Ήταν αφημένο δίπλα από το πληκτρολόγιο με ένα μικρό κίτρινο ποστ-ιτ που έγραφε με καλλιγραφικά μικροσκοπικά γράμματα: Και το πιο παράξενο πράγμα μπορεί να ανθίσει.
Τον κατέλαβε μία αγωνία, τα πόδια του κόπηκαν. Δεν ήταν καθόλου του γούστου του όλα αυτά, ειδικά μάλιστα να τον συζητούν οι συνάδελφοι και να του κάνουν σχόλια για το γλαστράκι από φακές, αυτό έπρεπε να κοπεί αμέσως, μαχαίρι.
Συζήτησε την κατάσταση με ένα συναδελφό που εμπιστευόταν και αυτός του είπε οτι: «οι νόμοι προστατεύουν κάθε εργαζόμενο και υπάρχει και η περίπτωση της σεξουαλικής παρενόχλησης και να σκεφτείς να το αναφέρεις στο Τμήμα Προσωπικού». Στην αρχή εκείνος αναθάρρεψε στην ιδέα, μετά όμως φοβήθηκε οτι θα χρειαζόταν να εξηγήσει πως είχε βρεθεί μαζί της για καφέ, ποιός ξέρει τι σούσουρο θα ξεκινούσε και αν θα πίστευαν πως δεν έχει κάτι μ’αυτήν. Η καλή του φήμη στην εταιρία ήταν πολύ σημαντική γιαυτόν.
Την επομένη δεν την είδε στη θέση της. Έμαθε πως έχει δηλώσει ασθένεια και ανέβηκε στο γραφείο του ευδιάθετος και ελαφρύς. Εκείνη απουσίασε όλη την εβδομάδα και εκείνος αυτή την συγκεκριμένη εβδομάδα υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός σε σημείο που εντυπωσίασε τον προιστάμενό του και τον Γενικό Διευθυντή. Έφερε τις μεγαλύτερες πωλήσεις, έκλεισε δυο σημαντικούς πελάτες και πήρε σχεδόν άριστα στην ετήσια αξιολόγηση.
Στο σπίτι η κοπέλα του εκείνη την ημέρα, είχε κάνει ρεβίθια. Ποτέ δεν συμπαθούσε τα ρεβίθια αλλά δεν ήθελε να την κακοκαρδίσει.
Σκέφτηκε και αυτός πως τα ρεβίθια είναι καλοί σπόροι για να μπορέσει να κατεβάσει δυο-τρείς μεγάλες κουταλιές της σούπας. Η κοπέλα του ευχαριστήθηκε και πήγε να απλώσει την μπουγάδα τους. Ηταν το τελευταίο γεύμα που θα ετοίμαζε η κοπέλα του.
Τις επόμενες μέρες το γραφείο ήταν σε αναμπουμπούλα. Γίνονταν σοβαρές ανακατατάξεις, ομαδικές απολύσεις, συνεχή meetings και παράλληλα με όλα αυτά κάθε τόσο έβρισκε στο γραφείο του κομπολόγια απο χρωματιστά ρεβίθια, μπισκότα με φακές για μάτια και χείλη που χαμογελούσαν, και δυο μαυρομάτικα φασόλια το ένα κολλητά στο άλλο, να κοιτάζονται με τα μεγάλα μαύρα μάτια τους πλάι στον καφέ του.
Έκεινη την εβδομάδα βγήκε και η ανανεωμένη πολιτική της εταιρείας για τις σχέσεις του προσωπικού με τη διοίκηση, η πολιτική προαγωγών, τα bonus και ένα σωρό άλλες διαδικασίες. Κατάλαβε από μισόλογα πως αυτό που θα περνούσε τελικά ήταν αυτό που όριζε η εταιρία υπογείως, παρά τα όσα προάγγελε μέσω εμαιλ και συναντήσεων.
Και σαν να του φάνηκε εκείνη τη βδομάδα πως όλο και περισσότερο κέρδιζε τα χαμόγελα των συναδέλφων του που πλέον δεν του έμοιαζαν με χαμόγελα ειρωνίας αλλά θαυμασμού. Ήρθε και η πολυπόθητη αλλαγή θέσης εργασίας που του’χαν υποσχεθεί και στην γωνία περίμενε η προαγωγή. Ολα τα στοιχεία έδειχναν πως θα την έπαιρνε αυτός που είχε το καταλληλότερο προφίλ, εκείνος όμως δεν είχε ακριβώς το κατάλληλο, κάτι έλειπε.
Ένα πρωί μπήκε σκεφτικός, τα νέα δεν ήταν ευνοικά, κάτι ακουγόταν για έναν συνάδελφό του, ίσως τελικά έπαιρνε τη θέση. Κάθισε στο γραφείο του και ήπιε δυο γουλιές σκέτο καφέ, μαύρο. Ύστερα μάζεψε νευρικά τις σκορπισμένες φακές και τα φασόλια που ξεχύλιζαν από τα συρτάρια και την μολυβοθήκη και κατέβηκε απ΄την έξοδο κινδύνου πηδώντας δυο δυο τα σκαλιά. Έφτασε στο γραφείο της στον πρώτο όροφο και τα αράδιασε όλα πάνω στο πληκτρολόγιο και τα χαρτιά της. Μετά κοντοστάθηκε, γύρισε πίσω, πήρε δυο μαυρομάτικα φασόλια και τα γύρισε πλάτη με πλάτη να μην κοιτάνε το ένα το άλλο.
Το ίδιο βράδυ την βρήκε να τον περιμένει στο πάρκινγκ της εταιρίας, τρομαγμένος την έχωσε μέσα στο εταιρικό αυτοκίνητο κοιτώντας δεξιά αριστερά και την πήγε στο παρκάκι μερικά στενά πιο κάτω.
Αυτή μυξόκλαιγε και μουρμούραγε για τα φασόλια που του τα έδειχνε στο χέρι της ακριβώς όπως της τα είχε ακουμπήσει, πλάτη με πλάτη.
Εκείνος σκέφτηκε από μέσα του οτι τον καταστρέφει, μαλακισμένη με καταστρέφεις, ούρλιαξε στο κεφάλι του αλλά δεν της το είπε παρά του΄ρθε να της ρίξει ένα σκαμπίλι, όμως κρατήθηκε. Κάθισε σιωπηλός και την άκουγε να του λέει για τα φασόλια που του τα γύρναγε στο χέρι της ανάποδα ώστε να κοιτάζει το ένα το άλλο. Της βούτηξε τότε το σαγόνι και την κόλλησε στον παράθυρο του αμαξιού, της έτριψε το πρόσωπο δυο φορές πάνω κάτω στο τζάμι του αυτοκινήτου και μετά την άρπαξε απ΄το σβέρκο. «Το σταματάς το τσίρκο τί λες»; Της φώναξε φτύνωντας, και αυτή σταμάτησε και έκατσε παγωμένη στη θέση της. Εκείνη τη στιγμή πέρασε από το πάρκο το αμάξι του διευθυντή του και ο ίδιος τους χαιρέτισε. Έγνευσαν και οι δυο με σφιχτό χαμόγελο.
Την πήγε σπίτι της χωρίς να πούν κουβέντα. Στην πόρτα του σπιτιού της, ένα ισόγειο στα Κάτω Πετράλωνα, αυτός ξεκουμπώσε το παντελόνι του και έσπρωξε το κεφάλι της στον φερμουάρ του. Μετά την χτύπησε μαλακά στην πλάτη όπως θα έκανε σε ένα φίλο και την καληνύχτισε.
Μιά βδομάδα μετά επισημοποίησαν την σχέση τους και εκείνος έγινε προιστάμενος του τομέα του, είναι πολύ ικανοποιημένος με την δουλειά του και παραγωγικός। Δεν έκαναν ποτέ παιδιά και δεν ξανάφαγαν όσπρια.
Γιούλη Αναστασοπούλου.
Ώπα!Τί έγινε στην τελευταία παράγραφο?Δεν υπάρχει κανένα σημάδι στα προηγούμενα γι'αυτή την ανατροπή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜόνο οτι "ήταν το τελευταίο γευμα που θα ετοίμαζε η κοπέλα του"
ετσι!
ΑπάντησηΔιαγραφήπολὺ ὡραῖο!
ΑπάντησηΔιαγραφή