Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Πείραμα

του Σοφοκλή Ρόκου


( Ο παρατηρητής κάθε πειράματος επηρεάζει την έκβασή του, άρα στην ουσία είναι μέρος του και συμμετέχει σ’ αυτό.)

Τους κοιτούσα από την απέναντι τζαμαρία.
Σίγουρα πιωμένοι, το μπουκάλι στην τσέπη της γυναίκας κι ο άντρας μόλις που κατάφερνε να βάλει το κράνος, πριν ανέβει πάνω στη μηχανή και κάνει ένα ελαφρύ νόημα στη συνοδό του ν’ ανέβει κι εκείνη, χωρίς κράνος.
Μ’ άρεσε πάντα να φαντάζομαι σενάρια για τους αγνώστους γύρω μου.
Έβγαιναν από μια μουσική σκηνή της μόδας, όπου μπορεί να είχαν βρεθεί εντελώς τυχαία, αν και ήταν παλιά φίλοι. Είχαν ωστόσο-ίσως- χαθεί μετά το Πανεπιστήμιο, πάντα κάτι υπήρχε μεταξύ τους, δεν έγινε ποτέ τίποτα ούτε καν ένα άγγιγμα, μερικά βλέμματα ίσως. Τώρα, υπέθεσα, είχαν κι οι δύο παντρευτεί, είχαν καλούς γάμους, ευτυχισμένους, το παραδέχτηκαν κι οι δυο και λάτρευαν τα παιδιά τους.
Δεν μπορούσε ν’ ανέβει εκείνη, κατέβηκε κι αυτός να τη βοηθήσει. Τους είδα ν’ αγκαλιάζονται, στην αρχή τα χέρια μέσα από τα ρούχα να κινούνται του ενός προς τον άλλο, ν’ αγγίζονται μόνο οι παλάμες , μετά άνοιξαν τα μπράτσα, έσμιξαν τα σώματα μέσα από τα χοντρά πανωφόρια, ήταν Νοέμβρης κοντά στο Πολυτεχνείο, θα μπορούσε να είχε έρθει εκείνος για την πορεία από την επαρχία, οι πινακίδες της μηχανής του ήταν από την επαρχία.
Κοιτάχτηκαν για λίγο μετά το αγκάλιασμα σιωπηλοί, την κράτησε γερά από το χέρι για να τη βοηθήσει ν’ ανέβει. Ανέβηκε κι εκείνος και γύρισε να της δείξει πώς να ενώσει τους μηρούς της με τους δικούς του, έπιασε τα πόδια της χωρίς να γυρίσει όλο του το σώμα προς το μέρος της και τα κόλλησε πάνω του γύρω από τους γοφούς και τα δικά του μπούτια. Κι εκείνη αφέθηκε, κι όλος της ο κορμός έγειρε πάνω του και τα χέρια της αγκάλιασαν τη μέση του. Έτοιμοι λοιπόν πάμε.
Είπα μια στιγμή να τους φωνάξω, είχαν σίγουρα πιει πολύ.
Ξεκίνησαν με ταχύτητα, η μηχανή ακούστηκε να βρυχάται.
Εντάξει θα είναι, σκέφτηκα.
Βάλθηκα να τους φαντάζομαι.  Θα την πάει στο ξενοδοχείο του, για λίγο έστω, να ζήσουν όσα δεν είχαν ζήσει, για χάρη του παλιού καλού καιρού τότε που ήταν φοιτητές κι επαναστάτες.
Είχαν ωστόσο πιει , άνοιξα την τζαμαρία, σταθείτε, άκουσα τη μηχανή να φρενάρει.

Εντάξει θα είναι, σκέφτηκα.
Βάλθηκα να τους φαντάζομαι.  Θα την πάει στο ξενοδοχείο του, για λίγο έστω, να ζήσουν όσα δεν είχαν ζήσει, για χάρη του παλιού καλού καιρού τότε που ήταν φοιτητές κι επαναστάτες.
Είδα το φανάρι στην επόμενη γωνία να γίνεται κόκκινο, δεν άκουσα όμως τη μηχανή να σταματάει.
Σε κλάσματα δευτερολέπτου ωστόσο την είδα και την άκουσα να ορμάει στην απέναντι βιτρίνα, αφού πρώτα διέσχισε κάθετα τη μεγάλη λεωφόρο. Έγιναν όλα θρύψαλα, τζάμια και μηχανή και μπουκάλα και όλα.
Απόμεινα να κοιτάζω.

    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου