-Τι τάξη πας, Άγη;
-Πέρσι πήγαινα Πρώτη Γυμνασίου, άρα;
-Μάλιστα, άρα Δευτέρα. Και είσαι καλός μαθητής;
-Δεν ξέρω.
-Τι πάει να πει δεν ξέρεις;
-Πάει να πει πως δεν μπορώ εγώ να πω για μένα.
-Α! Είσαι έξυπνο παιδί, σαν τη μάνα σου.
-Και τον πατέρα μου. Θέλει δυο για να γίνει, έλεγε η γιαγιά.
-Ναι, ναι… Σωστά το λες.
-Πόσο μεγάλο είναι τα ταξί σου;
-Α! Πολύ μεγάλο, Μερσεντές, ξέρεις από Μερσεντές; Είναι πολύ ωραίο αμάξι.
-Δεν έχει όμως ταπετσαρία.
-Τι;
Καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρόνα και μάλιστα στην άκρη και κοιτούσε συνέχεια την λουλουδάτη ταπετσαρία τους. Θα την χαλάσει ο χοντρός την καρέκλα, σκέφτηκε ο Άγης, και είδε περιττά στρώματα λίπους σε δίπλες να την καταπιέζουν, ενώ εκείνη άφηνε χαρακτηριστικές στριγγές σε κάθε κούνημα του χοντρού.
Έψαξε τη μάνα του, είχε πεταχτεί στην κουζίνα να φέρει καφέ και γλυκό του κουταλιού, κυδώνι με αμύγδαλο – κι αυτό το αγαπημένο του, λοιπόν; Ποιος του έφταιγε τώρα; Λες και γινόταν επίτηδες για να τον αντιπαθήσει, κι αυτός καθόταν ατάραχος στην πολυθρόνα, ούτε μια σταγόνα στην γκρι φαβορίτα του, χάθηκε κι αυτή η μάνα να ΄χε κάνει γλυκό κάστανο; Αυτό ήταν μια αηδία, θα του το ’δινε ευχαρίστως να το πάρει και στο σπίτι – ή μάλλον στο ταξί του, αφού αυτός ο άνθρωπος αποκλείεται να έμενε σε σπίτι. Τόσο βρόμικος τού φάνηκε και τόσο ταλαιπωρημένος, όμως δεν ένιωθε κανένα οίκτο γι’ αυτόν, αντιθέτως του ’ρθε να γελάσει στη σκέψη πως ο κύριος Μπάμπης είχε για σπίτι ένα κίτρινο κατασκεύασμα από παλιοσίδερα. Τον φαντάστηκε στριμωγμένο στο πίσω κάθισμα να προσπαθεί να βολέψει τα χοντρά του πόδια στην πίσω πόρτα. Να κοιτάει το ταβάνι και να ονειρεύεται τα μπορντό λουλούδια και τις ριγωτές γραμμές της ταπετσαρίας της μαμάς.
Ταπετσαρία (η), ουσιαστικό= Ο χαρτονένιος κόσμος του τοίχου.
Αλλά δεν υπάρχει ταπετσαρία, αντί γι’ αυτή τον σκέφτεται να παρατηρεί μόνο τη μαυρίλα απ΄ τα τσιγάρα των επιβατών και να χάσκει σα χάνος. Να γυρνοβολάει για να κοιμηθεί χωρίς επιτυχία, η ζώνη του να πιάνεται στο μαδημένο σαλόνι και να αποκαλύπτει μια τούφα από το μουσταρδί αφρολέξ.
Αφρολέξ (το), ουσιαστικό= Λέξη από αφρό.
-Ο καφές σου, Μπάμπη, το καϊμάκι δε μου πέτυχε αυτή τη φορά!
Ο μικρός τής έριξε μια γρήγορη ματιά και ύστερα κάρφωσε το βλέμμα στα δάχτυλα του Μπάμπη∙ ήταν τριχωτά και σκαμμένα.
Τα είδε να ξεκλειδώνουν το κίτρινο πορτ-μπαγκάζ. Εκεί υπάρχει καταχωνιασμένο ένα μπρίκι, θέλει να ψήσει καφέ. Το τραβάει ενώ χώνει όπως όπως το τσαλακωμένο πουκάμισο στο παντελόνι του με το ζόρι. Μετά ανοίγει το ντουλαπάκι μπροστά από τη θέση του συνοδηγού και βγάζει ένα διπλό μάτι κουζίνας. Το κάθισμα του συνοδηγού δεν υπάρχει, είναι ξηλωμένο, στη θέση του φιγουράρει ένα μικρό μακρόστενο τραπέζι. Παίρνει το μάτι και το ακουμπά πάνω στο τραπεζάκι, μετά αδειάζει ένα μικρό εμφιαλωμένο νερό στο μπρίκι και τo ανάβει.
-Πολύ ωραίος, κυρία Άνδριάννα μου, μέσα στη ζάχαρη είναι!
Καμία απάντηση. Ο Άγης τον παρατηρεί να ψάχνει τη σκιά της μάνας του στο φως της κουζίνας, το μόνο που βλέπει είναι οι ατμοί που ανεβαίνουν στον απορροφητήρα...
Ο Άγης παρατηρεί γύρω του και βλέπει αυτό που ένα παιδί καταγράφει ως τα χρόνια που "υπάρχουν"! Σκέφτηκα πως τα χρόνια που ακολουθούν είναι σαν μια άλλη ζωή,διαφορετική, ασύνδετη με τα παιδικά μας χρόνια. Ενώ με τον Άγη σου δεν συμβαίνει αυτό,γιατί είναι πάντα "εκεί", είναι παρών στο παρελθόν του, σαν να μην κύλησε ο χρόνος, κι επειδή αυτή είναι η εσωτερική λειτουργία της λογοτεχνίας, είναι μεγάλη η λογοτεχνική αξία μιας αφήγησης που ακινητοποιεί το χρόνο, ενώ αφήνει παράλληλα τον ήρωα να αναπνέει, ενώ αφήνει ταυτόχρονα τον αναγνώστη να νιώθει...
ΑπάντησηΔιαγραφήσε ευχαριστώ Νίκο μου
ΑπάντησηΔιαγραφή