"...Το Γενάρη του ογδόντα εφτά είπα «δεν πάει άλλο!» Αποφάσισα ν’ αγοράσω το σπίτι και να παντρευτώ τη Μαγδαληνή. Λέει η πεθερά μου τότε στη γυναίκα μου: "Θα πάρει το σπίτι και θα μάς πετάξει έξω!" Αλλά τι να περιμένεις από μια γυναίκα που έχει δεχτεί να κοιμηθεί στο πάτωμα δίπλα στον άντρα της την ώρα που εκείνος απαύτωνε μια παστρικιά; «Δεν είναι τέτοιος ο Λεωνίδας», τής απάντησε με πρωτοφανή ετοιμότητα η Μαγδαληνή, κι έτσι της έκλεισε το στόμα. Προσωρινά, όμως. Έδωσα μια προκαταβολή στην αρχή του Γενάρη. Μετά το γάμο, που έγινε εικοσιπέντε Φεβρουαρίου, αρχές Μάρτη, έγινε το συμβόλαιο της αγοράς του σπιτιού όπου θα μέναμε με το γιο της. Η κόρη της κι ο φρέσκος σύζυγός της, που ήταν στο επάγγελμα πλακάς, πήγανε και ψάξανε στού διαόλου τη μάνα να βρουν να μείνουν. Πού είναι το Στάδιο στην Καλογρέζα; Ε, εκεί, εικοσιτέσσερα χιλιόμετρα από το σπίτι μας, άν είναι δυνατόν, τη στιγμή που η δουλειά της ήτανε στο κέντρο! Όλα αυτά βέβαια για ν’ αποφύγει την υπηρεσία των γηρατειών. Ο Απρίλης, πριν το Πάσχα, μάς βρίσκει να μάς πεθαίνει μέσα στο σπίτι η πεθερά μου, που τη φρόντιζε η Μαγδαληνή ως τότε. Στο εξής θ' αναλάμβανε το χήρο πατέρα της, χωρίς την παραμικρή υποστήριξη από τα αδέλφια της. Κι εγώ τάβλεπα όλα αυτά και δεν μιλούσα... Χρειαζόταν να πάει νοσοκομείο ο πατέρας; "Μαγδαληνή πάρτον στο νοσοκομείο!" Έπρεπε να περάσει από τα δικά της τα χέρια κι αυτό. Δεν μιλούσα. Ανασκουμπωνόταν η Μαγδαληνή, τον έβαζε τον πατέρα σε ταξί, και τα λοιπά, και τα λοιπά. Όλα η Μαγδαληνή.
H αδελφή της η Πίτσα είχε πείσει τον άντρα της να φέρει τον γέρο πατέρα του στη μονοκατοικία που τούχε νοικιάσει στην Κάτω Κηφισιά, με το πρόσχημα πως τάχατες θαρχόταν να τον κοιτάξει η παλιά του νύφη. Εκεί λοιπόν μαθαίνω πως η δαιμόνια κουνιάδα μου είχε εγκαταστήσει στο σπίτι, μαζί με τον προς εκμετάλλευσιν πεθερό, ένα γλύπτη και ζωγράφο, τον Παρμενίωνα, που υποδυόταν δυστυχώς τον πολιτικό, και μάλιστα ήταν πιο ακραίος και από τον Παπαδόπουλο. Σκέψου αυτόν τον άνθρωπο να τής ζωγραφίζει έναν τεράστιο πίνακα με στοιχεία της αρχαίας μυθολογίας: για να τρώει μόνο ένα πιάτο φαί, και να ισχυρίζεται αυτή η αστοιχείωτη πως τάχατες έχει μανία με τη ζωγραφική. Λέω μέσα μου «Ετούτον αυτή η σκρόφα τον έχει σπιτώσει για κάποιο λόγο!» Αυτός ο περίεργος ο Παρμενίων με επισκεπτόταν σπίτι μου δήθεν για να πιεί έναν καφέ, στην ουσία όμως για να με πείσει να γίνω φασίστας. Μού έλεγε το λοιπόν κουτσομπολιά ό,τι έβλεπε εκεί μέσα. Ότι τής έλεγε ο παππούς: «Γιατί κόρη μου μού φέρεσαι έτσι; Αφού υπέγραψα γιατί με πιέζεις;» Ότι τού είχε αλλάξει τα ράμματα του ανθρώπου να υπογράψει τη διαθήκη, δια της βίας. Ότι σηκωνόταν κι έφευγε από τη δουλειά της κι ερχόταν και κοιμόταν στα πόδια της μάνας της και του πατέρα της. Μετά δυο μέρες ερχόταν να τού φτιάξω καφέ αυτός ο Παρμενίων και έλεγε: "Πονάει η καρδιά μου να τον βλέπω χεσμένο και να μην τον καθαρίζει!". Συχνά το γέρο τον καθάριζε αυτός ο ίδιος, ο ζωγράφος ο φασίστας δηλαδή. Ένα βράδυ του ίδιου χειμώνα μού λέει πάλι: «Πονάει η καρδιά μου να βλέπω το γέρο να τον σέρνει χεσμένο στην αυλή και να τον καθαρίζει χειμωνιάτικα με τη μάνικα!»
Όλο τού πόναγε η καρδιά του αυτού του μαλάκα. Αστεία αστεία όμως πιο πολύ τον πόνεσε τον γέρο ο φασίστας από οποιονδήποτε άλλον. Για να μην πω ότι ήταν ο μόνος που τον πόνεσε. ‘Ολοι οι άλλοι μεθόδευαν την εξόντωσή του. Είναι κι αυτό ένα απ' τα συμπτώματα που έλεγα της εξαθλίωσης της ανθρώπινης φύσης που είχε επιφέρει ο πόλεμος ή η ανέχεια. "Ο άνθρωπος είναι μαλακός σαν το χόρτο", που λέει κι ο Σεφέρης.
Δεν έμαθα ποτέ πότε ακριβώς και πώς πέθανε αυτός ο ταλαίπωρος γέρος. Όμως κάτι μού έλεγε πως ο επόμενος στόχος θα ήμουν εγώ. Πώς τον Οιδίποδα τον πέταξε ο Πολυνείκης στο δρόμο, τυφλό και ανήμπορο; Περίπου με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να είχαν βαλθεί να ξεκάνουν το γέρο αυτό άνθρωπο, φροντίζοντας να φανεί ο θάνατός του φυσικός. Το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς, αλλά δεν κατέληγα εύκολα σε συμπεράσματα, θέλεις γιατί ήμουν ανώριμος, θέλεις γιατί μ' έπαιρνε από κάτω η καθημερινότητα.
Πάντως, με όλες αυτές τις υπόνοιες να πλανώνται, τη μέρα που πέθανε η πεθερά μου ήλθε η ξαδέλφη του πατέρα μου η Νεφέλη, που ήταν γιατρός, για να δώσει το χαρτί να κηδευτεί η πεθαμένη. Η Νεφέλη βάζει καθρεφτάκι να δει άν θαμπώνει η ανάσα της πεθεράς μου και διαπιστώνει κλινικό θάνατο. Γυρνάει και με ρωτάει μάνι μάνι:
-Τι περιουσία έχει η μακαρίτισσα;
Τής κάνω τότε :
- Ούτε γυμνοσάλιαγκας! Το βρακί της και το σάβανο στο φέρετρο!
-Και τι εισοδήματα έχει;
-Έ, τη σύνταξη μόνο του ΟΓΑ.
Η Νεφέλη είχε ήδη αρχίσει να γράφει το πιστοποιητικό θανάτου.
- Γιατί ρωτάς ;
Η απάντησή της με άφησε με το στόμα ανοιχτό:
-Α, γιατί άν είχε κάποια περιουσία θα τήν έστελνα για νεκροψία!
Αυτά είπε η Νεφέλη. Βλέπεις, η πεθερά μου πέθανε κι αυτή μέσα στο σπίτι και γινόταν ο αναπόφευκτος συνειρμός. Ποιός γιατρός–σκέφτηκα εγώ- υπέγραψε το πολυπόθητο χαρτί για το θάνατο εκείνου του πάμπλουτου γέρου; Και ποια συμβολαιογράφος συνέταξε τη διαθήκη του; Ποιοι μάρτυρες παρέστησαν στο άνοιγμα αυτής της διαθήκης; Και πώς όλα αυτά σχετίζονταν με την ιστορία της δικής μου περιουσίας;"
(ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΥΒΕΛΑ "Ένα Τριάρι για τον Οιδίποδα")
Νίκος Ξένιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου