Του Σοφοκλή Ρόκου
Εγώ δεν είχα πει κουβέντα και δε θα ΄λεγα ποτέ, γιατί ήμουν καλά. Μόνο άνοιγα καμιά φορά μικρές τρύπες στις εφημερίδες για να χαζεύω πέρα τα βουνά. Δεν το ‘χε δει κανείς όμως. Αν δεν ακουγόταν το κλάμα της μικρής, αν είχα προφτάσει να τη βάλω στο βυζί πριν αρχίσει να κλαίει, κανείς δε θα ‘χε καταλάβει τίποτε και δε θα ‘πρεπε τώρα να δεχτούμε αυτές τις ηλίθιες κυρίες που δεν καταλαβαίνουν αγάπη μου, δεν μπορούν να καταλάβουν πόσο μας αγαπάς. Είναι κι αυτοί οι συνάδελφοί σου όμως άνθρωποι κακοί και κουτσομπόληδες, ήταν ανάγκη να ανακατευτούν στα οικογενειακά μας και να μας κάνουν άνω κάτω; Λες και τους αφορούσε όλο αυτό. Όταν είδα τα πρόσωπά τους σα σκιές πίσω από τις εφημερίδες τρόμαξα τόσο. Ευχόμουν μέσα μου να μην τα καταφέρουν ν’ ανοίξουν, φοβήθηκα τόσο όταν είδα αυτούς με τις στολές να μας ανοίγουν κι εσύ δεν ήσουν εκεί. Τι μπορούσα να κάνω, δεν μ’ άκουγαν που τους παρακαλούσα να μας αφήσουν στην ησυχία μας, εμείς ήμασταν καλά, δε φοβόμασταν μέσα κει, τίποτα δε μπορούσαμε να πάθουμε, οι κακοί ήταν έξω. Οι καραγκιόζηδες φώναζαν και χειρονομούσαν κι έλεγαν ότι ήταν παράνομο να μας κλειδώνεις στο αυτοκίνητο και να σκεπάζεις τα παράθυρα με εφημερίδες. Τι ‘θέλαν αυτοί, εγώ και το μωρό ήμασταν μια χαρά, ξέραμε ότι το έκανες από αγάπη κι όχι για άλλο λόγο, μας ήθελες μαζί σου όσο δούλευες, δεν ήθελες να μας αφήσεις μόνους, ήσουν σωστός οικογενειάρχης, μας φρόντιζες. Τι ξέρουν όλοι αυτοί από οικογένεια!
Εγώ δεν είχα πει κουβέντα και δε θα ΄λεγα ποτέ, γιατί ήμουν καλά. Μόνο άνοιγα καμιά φορά μικρές τρύπες στις εφημερίδες για να χαζεύω πέρα τα βουνά. Δεν το ‘χε δει κανείς όμως. Αν δεν ακουγόταν το κλάμα της μικρής, αν είχα προφτάσει να τη βάλω στο βυζί πριν αρχίσει να κλαίει, κανείς δε θα ‘χε καταλάβει τίποτε και δε θα ‘πρεπε τώρα να δεχτούμε αυτές τις ηλίθιες κυρίες που δεν καταλαβαίνουν αγάπη μου, δεν μπορούν να καταλάβουν πόσο μας αγαπάς. Είναι κι αυτοί οι συνάδελφοί σου όμως άνθρωποι κακοί και κουτσομπόληδες, ήταν ανάγκη να ανακατευτούν στα οικογενειακά μας και να μας κάνουν άνω κάτω; Λες και τους αφορούσε όλο αυτό. Όταν είδα τα πρόσωπά τους σα σκιές πίσω από τις εφημερίδες τρόμαξα τόσο. Ευχόμουν μέσα μου να μην τα καταφέρουν ν’ ανοίξουν, φοβήθηκα τόσο όταν είδα αυτούς με τις στολές να μας ανοίγουν κι εσύ δεν ήσουν εκεί. Τι μπορούσα να κάνω, δεν μ’ άκουγαν που τους παρακαλούσα να μας αφήσουν στην ησυχία μας, εμείς ήμασταν καλά, δε φοβόμασταν μέσα κει, τίποτα δε μπορούσαμε να πάθουμε, οι κακοί ήταν έξω. Οι καραγκιόζηδες φώναζαν και χειρονομούσαν κι έλεγαν ότι ήταν παράνομο να μας κλειδώνεις στο αυτοκίνητο και να σκεπάζεις τα παράθυρα με εφημερίδες. Τι ‘θέλαν αυτοί, εγώ και το μωρό ήμασταν μια χαρά, ξέραμε ότι το έκανες από αγάπη κι όχι για άλλο λόγο, μας ήθελες μαζί σου όσο δούλευες, δεν ήθελες να μας αφήσεις μόνους, ήσουν σωστός οικογενειάρχης, μας φρόντιζες. Τι ξέρουν όλοι αυτοί από οικογένεια!